Ekeini i Triti itan i pio wtf mera tis zwis mou… Paraponiomoun gia ta oneira ma 3ekinise o efialtis kai oso imoun 3upnia kiolas… nai, ok, akougetai too much, alla who cares? Dn 8a diabasei kaneis pote ta osa ezisa…
(Ηλεκτρονικό ημερολόγιο της Natalie Gautier)
I. Πάλι τα ίδια…
Η Νάταλι έβλεπε την κοπέλα με το τιρκουάζ μαλλί και τα χρυσά μάτια, να περπατά σκυθρωπή, κάπου στην Αθήνα. Κάποιος την πλησίαζε, μα ήταν στο σκοτάδι και τα χαρακτηριστικά του ακαθόριστα. Η Νάταλι ήθελε να την προειδοποιήσει, μα το κρεσέντο του άγνωστου ονόματος σε λούπα, επέστρεφε σε μια ηχηρή κακοφωνία –Νορ-λέιν; Lane Rock; ακόμα δεν το έπιανε ακριβώς το όνομα… Κάποιος χτύπησε την ονειρική αδελφή της στο κεφάλι και την είδε να χάνει τις αισθήσεις της.
II. Freakin’ out… Big time!
Σε αντιπαραβολή με το χτύπημα στο σβέρκο της κοπέλας του ονείρου, η ίδια αισθάνθηκε ελαφρά χαστουκάκια στο μάγουλό της και ένιωσε να επιστρέφει αργά στη συνειδητότητα.
Άνοιξε διστακτικά τα μάτια της και το σοκ που την πολιόρκησε, την έκανε να αρχίσει να ρίχνει φάπες στα τυφλά, για να απομακρύνει τους άγνωστους από πάνω της!
Βρισκόταν έξω από ένα παγωτατζίδικο, μα αυτό που αντίκρισε και την φρίκαρε, ήταν μια ομήγυρη δεκαπέντε ατόμων, να την κοιτά με ανησυχία. Το θέμα δεν ήταν ο αριθμός των ατόμων, ηλικιακά μάλιστα ήταν κοντά στην ίδια, μα το γεγονός ότι άνθρωποι ήταν μόλις το ένα τρίτο της μάζας…
Μόνο πέντε άνθρωποι ήταν από πάνω της, μα άλλοι πέντε ήταν οι φύλακες-άγγελοι των νεαρών και άλλοι πέντε οι φύλακες-δαίμονες!
Πετάχτηκε όρθια, αδιαφορώντας για τα παράπονα των ευεργετών της που είχαν θιχτεί, για να νιώσει να ζαλίζεται από αυτό που γέμιζε το οπτικό της πεδίο: ένας ολοκαίνουριος κόσμος ανοιγόταν μπροστά της!
Όσο οι περαστικοί, που είχαν σπεύσει στη διάσωση της δεκαεφτάχρονης κορασίδας, απομακρύνονταν ξενερωμένοι, η ίδια έβλεπε ένα Μοναστηράκι, πλημυρισμένο από… μάζες όντων!
Οι συνομήλικοί της και οι λίγο μεγαλύτεροί της σε ηλικία, είχαν στο πλευρό τους αμφότερους κλώνους τους, γυμνούς, κυκλοφορώντας σε τριανδρίες, σα μεταφυσικοί… Χιώτες in a way! Δίχως να ξέρει γιατί της είχε έρθει αυτή η σύνδεση, παρατήρησε ότι οι μεσήλικες και οι ηλικιωμένοι, είχαν πλέον έναν από τους δύο άυλους σωματοφύλακές τους: είτε αγγέλους είτε δαίμονες, μα όχι και τους δύο! Ενώ τα παιδιά ή τα μωρά, είχαν ακόμη πιο αλλόκοτους κλώνους: ειδικά στα μωρά, έβλεπε μόνο ένα ομοίωμα του κεφαλιού τους να πλέει πλάι τους, το ένα με λευκά μάτια και περιτριγυρισμένο από πουπουλένιες φτερούγες, ενώ το άλλο με κόκκινα μάτια και δερμάτινες φτερούγες νυχτερίδας!
Τίποτε άλλο όμως! Μόνο ένα κεφάλι! Ούτε σώμα ούτε τίποτα!
«Νάταλι;» άκουσε δύο συγχρονισμένες φωνές, να της ζητούν το λόγο, για να συνειδητοποιήσει με φρίκη, ότι οι δύο φωνές ήταν όμοιες με την δική της! Όχι όμως όπως άκουγε την φωνή της όταν μίλαγε, με το σώμα της να δημιουργεί ένα αντηχείο και να κάνει την χροιά ζεστή και οικεία, μα όπως ήταν στις ηχογραφήσεις: απόμακρη, περίπου γνώριμη, μα στεγνή και σχεδόν κρύα!
Γύρισε αργά και διστακτικά, με το σώμα της κοκαλωμένο από αυτό που ετοιμαζόταν να δει…
Και τότε ξανάδε τους φύλακές της!
Ολόγυμνους, πανέμορφους, να την κοιτούν με ανησυχία και αγάπη!
Φρίκαρε όσο ποτέ στη ζωή της!!!
Με την λιποθυμία να μην είναι πλέον επιλογή και νιώθοντας το βάρος του κινητού της στο χέρι της, εξαπόλυσε το τηλέφωνό της προς το μέρος τους, μόνο για να το δει να περνά από μέσα τους…
…και να χτυπάει έναν αμέριμνο περαστικό στο κεφάλι!
«Τι στο διάολο!;!» της ούρλιαξε, έκπληκτος από το χτύπημα. «Τρελάθηκες κοπέλα μου; Τι στο καλό σου έκανα και μου πέταξες το κινητό σου;» για να αλλάξει τόνο και να προσθέσει: «Άντε γαμήσου, μεσημεριάτικο, μωρή σαλεμένη πουτάνα! Ε, ρε μπλέξαμε με τρελούς, άει στο διάολο μπλαμπλαμπλα…»
Η Νάταλι είχε σταματήσει να ακούει, βλέποντάς τον να απομακρύνεται φουρκισμένος, καθώς αυτός ο νέος κόσμος της είχε δείξει τι είχε πραγματικά συμβεί. Η αρχική έκπληξη και η γνήσια απορία από το σοκ του χτυπήματος, ήταν με τον άγγελό του σε εγρήγορση, να τον αγκαλιάζει και να κοιτά ολόγυρα για επόμενα πιθανά χτυπήματα, ενώ ο δαίμονάς του, όταν εντόπισε την Νάταλι, ακούμπησε τον θνητό του στον ώμο και ο θνητός την είδε και αυτός με την σειρά του και άρχισε να την καντηλιάζει!
«Τι… στο…» άρχισε να λέει και η Νάταλι, κοιτώντας ολόγυρα και στέκοντας ακόμη στο ίδιο σημείο, για να στρέψει το κεφάλι της στον ουρανό και να δει ένα αεροπλάνο, περικυκλωμένο από ένα κόκκινο-μπλε σύννεφο, να πετάει από πάνω της.
Ήξερε πια τι ήταν το σύννεφο αυτό…
«Νάταλι…» άκουσε τις ίδιες φωνές από πίσω της και παρά τον καθησυχαστικό τους τόνο, το έβαλε στα πόδια. Κι άλλα φρεναρίσματα, κόρνες και βρισίδια, καθώς περνούσε τον δρόμο, ενώ η ίδια, φτάνοντας στα σκαλοπάτια, με τις μπότες που φόραγε, περδικλώθηκε και τα κατέβηκε κουτρουβαλώντας.
Προσγειώθηκε, με ένα έντονο γδούπο, στο έδαφος της πλατείας και ανοίγοντας τα μάτια της, μετά την πρόσκρουση, είδε από κάτω της την άγγελό της, να της χαμογελά ήρεμα!
Είχε αράξει εκεί, σαν ανθρωπόμορφο-στρωματάκι, για να προσγειωθεί πάνω του η κοπέλα!
«Τι στο!» απόρησε πάλι και σηκώθηκε όρθια, έχοντας ανατριχιάσει σύγκορμη από την απρόσμενη συνάντηση, για να συνειδητοποιήσει ότι είχε στραμπουλήσει το πόδι της.
«Μείνετε εκεί που είστε!» έκανε έντρομη και ένα τσούξιμο στο σβέρκο, της έστειλε μια εικόνα στο μυαλό: η κοπέλα με τα χρυσά μάτια, σημάδευε ένα μωβ πράμα σα μπάλα με το πινέλο της και έλεγε ακριβώς τα ίδια λόγια!
«Μην πλησιάσετε καθόλου!» προειδοποίησε πάλι και άλλο ένα τσούξιμο, άλλη μια εικόνα: το μωβ… κουβάρι(?) χοροπηδά και μετά κάθεται στη γη, απλωμένο σα θλιμμένο σκυλί!
Μπροστά της έβλεπε τις φύλακές της να έχουν το ίδιο ύφος!
«Γαμώτο! Παράνοια! Γαμώτο! Σάλεψα…» μονολόγησε λαχανιασμένη, κοιτώντας γύρω της έντρομη. Το θέαμα του νέου κόσμου που έβλεπε δεν βοηθούσε διόλου στο γαλήνεμα του πανικού της!
«Νάταλι δεν σάλεψες…» ξεκίνησε καθησυχαστικά η άγγελος και η δαίμονας κατένευσε.
«Στους τρελούς λένε ότι είναι καλά. Όταν μου το λέει μια ψευδαίσθηση, δεν βοηθάει!» είπε και έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, μόνο για να νιώσει πάλι ένα πόνο στον αστράγαλό της και να κάνει μια γκριμάτσα οδύνης.
«Κοπελιά, γίνεσαι θέαμα, ξεκόλλα!» πρόσθεσε απηυδισμένη η δαίμονας και ξεκινώντας την επόμενη πρότασή της, η άγγελος είπε τα ίδια λόγια, σα να γνώριζε, για να τις ακούσει η Νάταλι να λένε εν χορώ: «Μπορούμε να το συζητήσουμε…»
«Να το συζητήσουμε;!» έκανε οργισμένη η κοπέλα. «Να το συζητήσουμε;» απόρησε, πολύ πιο ήρεμα στα καπάκια. «Να το συζητήσουμε…» ξανάπε, σχεδόν στον εαυτό της, σκεπτόμενη ότι δεν ήταν ότι προτιμότερο, μα πλέον ήταν η καλύτερή της επιλογή.
III. Να το συζητήσουμε…
Η Νάταλι, περπατώντας σα ξεχαρβαλωμένη πόρνη ή σα κουτσή γριά, μπήκε σε ένα καφέ στην Ηφαίστου, όπου γνώριζε ότι δεν είχε πολύ κόσμο. Χαμογέλασε στην σερβιτόρα και έκατσε στο πιο απόμερο σημείο του μαγαζιού.
Έστριψε ένα τσιγάρο, σκεπτόμενη τις τσάντες που είχε χάσει και τα λεφτά που είχαν πάει στράφι, μα γέλασε με τον εαυτό της, καθώς αυτό ήταν το μικρότερο από τα προβλήματά της.
Ήταν αστείο πως δουλεύει το μυαλό, σε κατάσταση πανικού…
«Μάλλον θα το ήθελες αυτό…» της είπε η δαίμονας, διστακτικά για να μην την τρομάξει, για να βάλει στο περιθώριο του οπτικού της πεδίου… το κινητό της!
Η Νάταλι την κοίταξε με γνήσια απορία και σταμάτησε το στρίψιμο έκπληκτη.
«Ένα μικρό κολπάκι…» σχολίασε αυτάρεσκα, ο κλώνος της με τα κόκκινα μάτια, διώχνοντας μια τούφα από το πρόσωπό του με περηφάνια.
«Όποτε χάνεις κάτι, εκείνη συνήθως στο ξαναβρίσκει. Το κάνει να φαίνεται σα να ήταν μπροστά σου όλη την ώρα…» εξήγησε ήρεμα ο κλώνος της με τα λευκά μάτια και χαμογέλασε ήρεμα.
Η Νάταλι παράτησε το τσιγάρο της, άρπαξε το κινητό της και είδε ότι ήταν ανοιχτό στο fb! Έσβησε την προηγούμενη κατάσταση και άρχισε να γράφει μία καινούρια, πανικόβλητη, όταν κατάλαβε τι κάνει και…
…πέταξε το κινητό στο πάτωμα, ακριβώς δίπλα από την καρέκλα της!
Το κινητό έσπασε και κοιτώντας τα κομμάτια του, η Νάταλι συνειδητοποίησε ότι εκείνη τη στιγμή, η σερβιτόρα είχε σταθεί πλάι της ακριβώς και το κινητό είχε σπάσει χιλιοστά από τις μύτες των παπουτσιών της!
«Πας καλά κοπελιά;» απόρησε και η Νάταλι κοίταξε την εκνευρισμένη σερβιτόρα και τους φύλακές της που είχαν το ίδιο ύφος.
Αμέσως σκαρφίστηκε την πιο τρελή ιδέα…
«Συγγνώμη, έχω τουρέτ… Πουτάνα! Συγγνώμη… Ένα εσπρέσο σκέτο… Χαμούρα! Συγγνώμη…» έκανε η Νάταλι, συνοδεύοντας τις φράσεις της με κάποια τικ στα μάτια και πετώντας τις βρισιές στο ενδιάμεσο, σα να μην μπορούσε να το ελέγξει. Είχε δει ένα ντοκιμαντέρ, από σπόντα, μήνες πριν, γι αυτή την νευροψυχιατρική διαταραχή και έλεγε ότι χαρακτηρίζεται από πολλαπλά κινητικά και έστω ένα φωνητικό τικ. Όπως τυχαία το είχε βρει στο ίντερνετ, έπειτα από ώρες βαρεμάρας και ηλίθιας αναζήτησης από προτεινόμενο σε προτεινόμενο, τόσο τυχαία είχε έρθει και στην επιφάνεια του νου της τώρα…
Και έπιασε!
Η σερβιτόρα κατένευσε θλιμμένη, σημείωσε την παραγγελία και την ακούμπησε καθησυχαστικά στον ώμο.
«Πουτάνα!» πέταξε η Νάταλι και τινάχτηκε ολόκληρη, για να μαζευτεί στην συνέχεια και κοιτώντας την με κουταβίσια μάτια να πει: «Συγγνώμη…» σαν να υπέφερε πραγματικά από αυτή τη διαταραχή.
Όσο η σερβιτόρα απομακρυνόταν, η κοπέλα στράφηκε στις άυλες συνομιλήτριές της.
«Αυτό δεν ήταν αστείο! Κόσμος υποφέρει από αυτό το πράγμα…» την επέπληξε η άγγελος και φαινόταν σοβαρή και θιγμένη.
«Έλα τώρα, ήταν κάπως αστείο, αν σκεφτείς την όλη φάση…» είπε η δαίμονας γελώντας και η Νάταλι, απλά κούνησε το κεφάλι της με αποδοκιμασία.
Είχε μπλέξει…
Η Νάταλι πήγε να σχολιάσει κάτι σε απόκριση, μα δεν είχε νόημα. Ήξερε ότι αυτό που είχε κάνει ήταν ‘’σάπιο’’, μα δεν προσέλκυσε τη λάθος προσοχή, όπως ήθελε να ελπίζει.
Ξανάπιασε το τσιγάρο της και συνέχισε το στρίψιμο, προβληματισμένη με το πώς να ξεκινήσει τη συζήτηση με αυτά τα… όντα, όταν πρόσεξε το εξής: είχαν κάτσει στις καρέκλες απέναντί της, μα το τραπέζι περνούσε από μέσα τους, κάτω ακριβώς από το στήθος τους. Ήταν σα να τις έκοβε το ξύλο εκεί, για λίγες στιγμές σκάλωσε…
«You like what you see?» της έκανε με νόημα η δαίμονας, κλείνοντάς της το μάτι και η Νάταλι, κοιτώντας μία το σημείο που το τραπέζι πέρναγε από μέσα τους και μία τα πρόσωπά τους –μία το τραπέζι, μία τα πρόσωπα, μία το… συνεχώς, το πιάσατε!- κατάλαβε ότι πάλι το στρίψιμο είχε διακοπεί και το υπονοούμενο πήγαινε στα υπέροχα –μα δίχως θηλές- στήθη τους!
Έσπρωξε τις καρέκλες με τα πόδια της. Δεν ένιωσε το παραμικρό βάρος πάνω τους, μα τις άκουσε να τρίζουν στο πάτωμα και είδε την σερβιτόρα να την κοιτά, καθώς έκανε τον καφέ της.
Ετοιμάστηκε για σόου πάλι!
«Μη!» της είπε ο άγγελος και η κοπέλα έκλεισε το στόμα της, στιγμές πριν το ‘’Πουτάνα!’’ πεταχτεί και πάλι έξω.
Γύρισε στις προστάτιδές της και γλείφοντας την άκρη του τσιγάρου, την κόλλησε και το άναψε. Έκανε μια αργή τζούρα, κατέβασε τον καπνό, τον φύσηξε με την ησυχία της και μετά όρμησε μπροστά, σε ένα μουρμουρητό που θα ήταν κραυγή αν δεν ήθελε να γίνει περαιτέρω ρεζίλι, για να πει: «Τι στο πούτσο; Όχι, αλήθεια! Τι στο πούτσο;»
Εκείνες δεν μίλησαν.
«Πείτε μου τι παίζει… Σας παρακαλώ, νιώθω να το χάνω!» τους έκανε με το μουρμουρητό-κραυγή και εκείνες αντάλλαξαν ένα βλέμμα γνήσιας ανησυχίας και απορίας.
«Δεν έχουμε ιδέα.» είπαν μαζί.
«Υπέροχα…» μουρμούρισε η Νάταλι και ήρθε ο καφές της. Έσφιξε τα χείλη της και ευχαρίστησε βουβά την σερβιτόρα. Ήπιε μια γουλιά και ένιωσε κάπως καλύτερα από την πίκρα του καφέ. Ρούφηξε πάλι το τσιγάρο της και ρώτησε: «Οκ, ας αρχίσουμε από τα απλά: πώς σας λένε;»
Είδε να ανασηκώνουν τους ώμους.
«Νάταλι.» αποκρίθηκε η άγγελος.
«Νάταλι.» επανέλαβε η δαίμονας.
«Όπα, εδώ θα παιχτεί θεματάκι… Εγώ είμαι η Νάταλι. Από εδώ και πέρα, εσύ θα είσαι…» το σκέφτηκε λίγο και έδειξε τη δαίμονα: «…η Νάτ. Κι εσύ…» είπε σημαδεύοντας με το τσιγάρο της την άγγελο: «…θα είσαι η Άλι.».
«Νατ από το naughty;» τη ρώτησε με υπονοούμενο πάλι η δαίμονας.
«Άλι από το αλληλούια;» απόρησε χαμογελώντας με ευδαιμονία η άγγελός της.
«Ναι, οκ, whatever…» έκανε αδιαφορώντας η Νάταλι.
«Μάλλον Άλι από το ‘’η άλλη’’, ξέρεις, όχι η Νατ… Μ’ αγαπάει πιο πολύ εμένα…» πέταξε η Νατ περήφανα, φανερά αστειευόμενη.
«Άντε μωρέ, χαζομάρες μια ζωή…» παραπονέθηκε η Άλι και γύρισαν προς τη Νάταλι.
«Τελειώσατε;» τις ρώτησε κουρασμένη από αυτή τη παράνοια.
Εκείνες ένευσαν.
«Οκ, δεν ξέρετε τι παίζει. Πείτε μου τι ξέρετε, ας ξεκινήσουμε από εκεί…» τους έκανε, παλεύοντας να τα βάλει όλα σε μια σειρά, παίρνοντας την κούπα στα χέρια της. Ξαφνικά ένιωθε να κρυώνει, ας είχε ζεστά τα χέρια της τουλάχιστον…
IV. Θέατρο του παραλόγου!
Νατ: Τι να σου πούμε;
Άλι: Ήμασταν μαζί από το μαιευτήριο…
Νατ: Βγήκες από τη κοιλιά της μαμάς σου, μέσα στις βλέννες και στο αίμα και τότε ανοίξαμε κι εμείς τα μάτια μας και απλά… ήμασταν!
Άλι: Πλάι σου στη θερμοκοιτίδα, στο θηλασμό, στη κούνια, στο προνήπιο, στο νήπιο, στο δημοτικό, στο γυμνάσιο, στο λύκειο…
Νατ: (στην Άλι και στην Νάταλι, με ενθουσιασμό) Α, θυμάσαι την πρώτη φορά που είδες βίντεο κλιπ των Sirenia; Ω, φίλε… Καυγαδίζαμε με την Άλι, για το ποιος είχε δίκιο που είχες πάρει ωριαία στη Βιολογία και στο έβγαλε στα προτεινόμενα στο youtube. Μόλις ξεκίνησε να παίζει, τα μάτια σου γούρλωσαν! Τρομάξαμε και οι δυο μας, μην έπαθες τίποτα, εγκεφαλικό ή έμφραγμα ή καρδιακό ξέρω γω, μα κοιτάξαμε στην οθόνη και…
Άλι: Ενθουσιαστήκαμε το ίδιο και οι τρεις…. Ναι, δεν ξεχνιέται εκείνη η μέρα, άλλαξε η ζωή σου με κάποιο τρόπο! Και για να ξεκαθαρίσω το τοπίο: δεν είχα πάρει το μέρος της καθηγήτριας, ακριβώς, απλά σου εξηγούσα τα δίκια της (είπε στη Νατ). Εννοείται ότι την σιχαίνομαι κι εγώ την σκύλα, είχε πλαντάξει στο κλάμα το Ναταλάκι μας. Νόμιζε ότι ήταν κακό παιδί και ότι θα την μάλωναν στο σπίτι.
Νάταλι: (χαμογέλασε συγκινημένη, για να πει:) Είχα ξεχάσει εντελώς την ωριαία και όντως, είχε κάποια δίκια η καθηγήτρια. (Στην Άλι) Και να ξεσπάς, καλό κάνει. Το χάρηκα που την είπες σκύλα, ήταν…
Άλι: Είμαι καλή, αλλά όχι ξενέρωτη (και της έκλεισε το μάτι).
(Μικρή παύση, χαμένες και οι τρείς στις αναπολήσεις, μια εικόνα σχηματίστηκε τώρα στο νου της κοπέλας: η μικρή Νάταλι να κλαίει στη τουαλέτα, η Νατ και η Άλι να την αγκαλιάζουν για να την ηρεμίσουν, μα εκείνη να αγνοεί την παρουσία τους και να νιώθει πιο μόνη από ποτέ…)
Νάταλι: (βουρκωμένη από την ανάμνηση, μα προσπαθώντας να συντονίσει την συζήτηση) Οκ, μην χαθούμε στο παρελθόν. Έχω διακόσιες απορίες! Αν γίνουμε και φίλες, όλο αυτό παραείναι κούλ!
Νατ: (βαριεστημένα) Είμαστε φίλες, ξεκόλλα καλή μου!
Άλι: (στη Νατ) Νατ! Γλώσσα… (στην Νάταλι) Είμαστε παραπάνω από φίλες πάντως, το νιώθεις και το ξέρεις ήδη.
Νάταλι: (κατανεύοντας) Οκ, πρώτη ερώτηση: υπάρχει θεός και διάολος;
Νατ και Άλι: (ανταλλάσουν ένα βλέμμα και απαντούν μαζί) Έχεις δει τον Χριστό;
Νάταλι: Ναι, σε εικόνες…
Νατ: Όχι, εννοούμε κανονικά, να αράζει ή να κάνει το τρελοφασουρίνι του στα στενά…
Νάταλι: (γελάει, κοιτά την σερβιτόρα, μαζεύεται) Όχι φυσικά! Τι βλακείες λες;
Άλι: Δεν λέει βλακείες, όσο έχεις δει εσύ τον Χριστό, άλλο τόσο έχουμε δει κι εμείς τις δικές μας ‘’βεντέτες’’…
Νατ: Μικρή πίστευες όμως, πολλοί πιστεύουν και δεν έχουν δει. Έτσι πάει και με εμάς.
Άλι: Είναι πολύ ψηλά στην ιεραρχία για να τους δούμε.
Νατ: Αλλά μην τον λες διάολο, πολύ ντεμοντέ. Λέγε τον Λου.
Νάταλι: (απορώντας) Λου;
Νατ: Από το Λούσιφερ. Duh…
Άλι: Εγώ τους λέω Big Boss τον Θεό και Τζέι Σι τον Χριστό…
Νάταλι: (γελάει δυνατά και λέει) Γαμάτο!
(Νατ και Άλι γελάνε, η σερβιτόρα κουνά με θλίψη το κεφάλι της, ίσως σκεπτόμενη ‘’καημένο παιδί’’)
Νάταλι: Δηλαδή, δεν έχετε πάει ποτέ στην Κόλαση ή στον Παράδεισο;
Άλι: (την διορθώνει) Στον Παράδεισο ή στην Κόλαση, εννοούσες…
Νατ: Καλά τα λέει το Ναταλάκι μας: στην Κόλαση ή στον Παράδεισο.
Άλι: (επιμένει) Στον Παράδεισο ή στην Κόλαση!
Νατ: (πιο έντονα) Στην Κόλαση ή στον Παράδεισο!
Νάταλι: (με κρητική προφορά) Φουρτουνάτσηδες και Βροντάτσηδες!
(Νατ και Άλι απορούν, στιγμιαία παύση, γελάνε και οι τρεις μαζί δυνατά. Σερβιτόρα αδιαφορεί πια.)
Άλι: Ξεκινάω εγώ.
Νατ: Ναι, καλύτερα έτσι, χώνομαι εγώ μετά…
V. Η Άλι στον Παράδεισο!
Ήμασταν και οι τρεις εφτά ετών, έπεσες να κοιμηθείς και καληνύχτισα την Νατ, όταν την είδα έντρομη να τραβιέται μακριά, στο σκοτάδι, σαν από ένα αόρατο χέρι ή σαν από το τέρας που φοβόσουν!
Η Νατ τότε κοιμόταν κάτω από το κρεβάτι κι εγώ ήμουν έτοιμη να πάω στο πάνω μέρος της ντουλάπας, όπου κοιμόμουν. Για την ακρίβεια δεν είναι ακριβώς σαν ύπνος, σκεφτόμαστε όλα όσα έγιναν μέσα στη μέρα και τα απομνημονεύουμε. Είναι περίεργο…
Η κραυγή της χάθηκε στην απόσταση, άπλωσα το χέρι μου να την πιάσω, μα ένιωσα κι εγώ μια τρομερή έλξη προς τα πάνω!
Άρχισα να ανεβαίνω, η πόλη έγινε μικροσκοπική, η γη μία γαλάζια σφαίρα και ο ήλιος με τύφλωνε, μα ανέβαινα ακόμη! Το σύμπαν μίκρυνε και μπήκε σε ένα εξάγωνο και βρέθηκα να κοιτώ από ψηλά μια Κερήθρα. Άρχισα να κατεβαίνω και βρέθηκα…
Πώς να το εξηγήσω;
Ωραία: σκέψου το Μεταξουργείο, δεκαπλάσιο σε μέγεθος με κτήρια από όλες τις εποχές μέχρι την εποχή μας. Ο Παράδεισος είναι σαν την γη, έχει τις ίδιες ηπείρους, μα κάπως πιο ξεχειλωμένες, για να χωρά τον πληθυσμό των νεκρών ανά τους αιώνες.
Οπότε βρέθηκα στο δρόμο έξω από την πολυκατοικία μας, εμ την πολυκατοικία σου. Ο δρόμος ήταν πεντακάθαρος, ο νυχτερινός ουρανός ξάστερος, μα με μία απροσδιόριστη πηγή φωτός στον ορίζοντα, η θερμοκρασία… εμ, δεν νιώθουμε θερμοκρασία, μα υποθέτω τέλεια!
Είδα να με πλησιάζει ένας γυμνός, άφυλος άντρας. Πανέμορφος, εξέπεμπε ελάχιστο χρυσαφί φως, ενώ οι φτερούγες του –όταν άνοιξαν για μια στιγμή- έπιαναν όλο το δρόμο από άκρη σε άκρη.
Υπέροχος!
«Καλώς ήλθες, φύλακα της Ναταλίας…» μου έκανε και η φωνή του ήταν σα μέλι στα αυτιά μου. Κάτσαμε σε ένα παγκάκι, με πήρε αγκαλιά και μου είπε ότι έπρεπε να σε προσέχω, να σε καθοδηγώ να γίνεις καλούλα και να θυσιάζομαι εγώ για να είσαι καλά.
«Μα το κάνω ήδη αυτό!» του έκανα απορώντας. Είχες πέσει πολλές φορές στο νηπιαγωγείο και στο προνήπιο και εγώ μια ζωή είμαι το μαξιλάρι σου. Τα κακάδια στα γόνατα, σε μερικές περιπτώσεις, ήταν το ελάχιστο που θα μπορούσε να σου συμβεί ή το στραμπούληγμα σήμερα. Αν κάτι προοριζόταν για σοβαρό ατύχημα, χάνω από ένα πούπουλο, no biggie…
Τέσπα, μου εξήγησε γιατί έπρεπε να φέρω την ψυχή σου προς το φως, γιατί σε έχουν ανάγκη, εσένα και κάθε θνητό, για την θεία οικονομία. Δεν έχει να κάνει με το ΔΝΤ αυτό και μην στραβώνεις τα μούτρα σου: σιχαινόμαστε το ίδιο τις ειδήσεις, μα το brain wash έχει γίνει είτε το θέλουμε είτε όχι, ξέρω ότι το σκέφτηκες…
Μη με ρωτήσεις τι είναι αυτό, η ‘’θεία οικονομία’’, ιδέα δεν έχω! Δεν ξέρω αν θα παίξει ρόλο στο τέλος του κόσμου ή όχι, μα αυτό θυμάμαι εγώ.
Επέστρεψα και για ένα διάστημα το είχαμε πάρει πολύ ζεστά. Τσακωνόμασταν συνέχεια με την Νατ, μα με τον καιρό αράξαμε και όλα καλά.
Νατ;
VI. Η Νατ στην Κόλαση!
Ναι…
Εμένα που λες, δεν ήταν τόσο όμορφη η εμπειρία. Φρίκαρα το είναι μου να πούμε…
Σκάω, που λες, στο Μεταξουργείο εκεί κάτω –όλα τα υπόλοιπα του ταξιδιού είναι τα ίδια λίγο πολύ- και συνειδητοποιώ ότι είναι εκατό φορές μεγαλύτερο από το αληθινό. Αν στον Παράδεισο είναι ξεχειλωμένες οι ήπειροι, εκεί κάτω… Δεν περιγράφεται!
Αν είχα σώμα, θα είχα χεστεί πάνω μου! Σκέψου, εκεί που όλα όσα γνώριζα ήταν όσα γνώριζες κι εσύ, ξαφνικά είμαι στην ηλικία σου και μέσα στους εφιάλτες σου! Εφτά χρονών στην Κόλαση!
Ο δρόμος βρώμικος, γάμησέ τα, ο ουρανός κατακόκκινος, η πολυκατοικία μας σχεδόν ερείπιο και αν ένιωθα ζέστη, μάλλον θα ίδρωνα πολύ –αν με νιώθεις!
Η αλήθεια είναι ότι αισθανόμουν τρόμο, γνήσιο και αληθινό φόβο, όλη τη μιζέρια του αέρα να με τρυπά στο στήθος, μα πάλι καλά δεν έχω σώμα. Οπότε άρχισα να κλαίω, πρώτη φορά στη ζωή μου, μα δεν είχα δάκρυα και αυτό μέχρι τότε δεν το ήξερα. Οπότε άρχισα να απελπίζομαι…
Ήμουν ατακτούλα μέχρι τότε, ίσως να ευθυνόμουν και για τις περισσότερες σκανταλιές σου, μα ποτέ δεν ένιωθα ‘’κακή’’. Οπότε δεν μπορούσα να καταλάβω αυτή τη τιμωρία.
«Έλα, σώπα ρε συ, σπίτι σου είσαι!» άκουσα μια βαριεστημένη και σνομπ φωνή πίσω μου και γύρισα για να δω…
Ένα πανέμορφο δαίμονα! Εδώ τα γούστα αλλάζουν, οκ, δεν είμαι σαν την Άλι. Αυτό το αγόρι όμως είχε ολόμαυρα μάτια και παθιάρικα χείλη, τραγίσια κέρατα και οπλές, κοιλιακούς και ένα πρόσωπο… αχ Λου!
Κάβλα ήταν…
Αράξαμε κι εμείς σε ένα παγκάκι και είχε απλώσει το χέρι του στους ώμους μου, καθώς εγώ τον κοιτούσα μαγεμένη, έχοντας ξεχάσει εντελώς τον τρόμο μου και νιώθοντας σαν… ερωτευμένη! Μου είπε να σε προσέχω όπως μπορώ, να σε γλιτώνω από προβλήματα που φαίνονται δύσκολα και να προσπαθώ να σε κάνω ατακτούλα και τσαχπινογαργαλιάρα.
Γέλασα με την αστεία λέξη και του έκανα απορώντας: «Μα το κάνω ήδη αυτό!»
Σε είχα γλιτώσει από χοντρά προβλήματα με τους γονείς, με το κουταβίσιο βλέμμα σου πάντα τους τούμπαρες μέχρι τότε και είχες αρχίσει να το κάνεις συνειδητά, ενώ σα μοναχοπαίδι, ήσουν ισχυρογνώμων και επίμονη να γίνεται το δικό σου, ώρες ώρες… Έχω βάλει λίγο το χεράκι μου κι εγώ σε αυτό, πέρα από την ελεύθερη βούλησή σου φυσικά!
Μου εξήγησε γιατί έπρεπε να φέρω την ψυχή σου προς το σκότος, γιατί σε έχουν ανάγκη, εσένα και κάθε θνητό, για την θεία οικονομία. Φυσικά, τις τελευταίες δύο λέξεις τις είπε ειρωνικά και γελάσαμε.
Ούτε εγώ ξέρω τι παίζει σχετικά, μα αυτά θυμάμαι.
Επέστρεψα και ναι, ήταν κάπως δύσκολα με την Άλι για λίγο καιρό, μα τώρα όλα κομπλέ.
Είσαι σε καλά χέρια…
VII. Καφές και τσιγάρο, κουβέντα και βροχή…
Η Νάταλι συνειδητοποίησε ότι κρεμόταν τόση ώρα από τα λόγια τους και το τσιγάρο της είχε σβήσει. Το άναψε και κοίταξε προς τα έξω, όπου άκουγε τις σταγόνες της βροχής να έχουν ξεκινήσει να δυναμώνουν. Δεν είχε πάρει είδηση πόση ώρα έβρεχε, την είχε απορροφήσει η συζήτηση, ενώ το καφέ που ήταν μέσα σε στενό, δεν έβλεπε προς τον ουρανό, οπότε την ξάφνιασε μα την ηρέμησε κιόλας το γεγονός ότι έβρεχε.
Έκατσε πίσω στη καρέκλα της, νιώθοντας χουχουλιάρικα μέσα στο παλτό της και κοίταξε ήρεμη τις προστάτιδές της.
«Να ρωτήσω κάτι που δε θέλω;» ξεκίνησε διστακτικά.
«Ρώτα!» έκανε ανυπόμονη η Νατ.
«Αν δεν θες, μην ρωτήσεις…» είπε πιο ήρεμη και συνετή η Άλι.
Η Νάταλι παρέμεινε για λίγο σιωπηλή, έκανε μια τζούρα από το τσιγάρο της και την ένιωσε να σκαλώνει στον λαιμό της. Είχε αρχίσει βουρκώνει και ο λαιμός της είχε έναν κόμπο. Αμέσως τις είδε να σκύβουν με ανησυχία μπροστά και να την ρωτάνε ταυτόχρονα τι έχει. Εκείνη τους έκανε με το χέρι της ότι δεν ήταν τίποτε και είπε μαγκωμένη: «Είδα ότι κάποιοι άνθρωποι έχουν μόνο άγγελο ή μόνο δαίμονα… Δε θέλω να χάσω κάποια από εσάς.»
Η ειλικρίνειά της την ξάφνιασε, μα συγκίνησε τις δυο φύλακές της.
«Νάταλι…» ξεκίνησε η Άλι, μα η Νατ την έκοψε.
«Άκου εμένα καλή μου.» έκανε η δαίμονας καθησυχαστικά. «Δε με πειράζει που θα χαθώ… Σ’ αγαπάω όσο δε μπορείς να φανταστείς, προτιμώ να είσαι καλούλα και να πας στο ξενέρωτο Μεταξουργείο, παρά να πας στο Μεταξουργείο που είναι στα καζάνια.» και χαμογέλασε πλατιά.
Η Άλι ήταν σιωπηλή και θλιμμένη.
«Πώς είσαι τόσο σίγουρη ότι θα είσαι εσύ;» θέλησε να μάθει η Νάταλι και ένιωθε τώρα τον κόμπο στο λαιμό της ισχυρότερο, να της κόβει την ανάσα, να την δυσκολεύει να μιλήσει…
«Πφφ, μη το συζητάς! Φαίνονται οι τάσεις σου… Ετούτη εδώ έκανε καλή δουλειά.» είπε δείχνοντας την Άλι, δίχως να στεναχωριέται στο ελάχιστο. Η Άλι ακούμπησε την Νατ στον ώμο της και η δαιμόνισσα της ανακάτεψε τα μαλλιά φιλικά, για να επιστρέψει μετά στη θέση της και η κόμμωση της αγγέλου να ξαναγίνει τέλεια από μόνη της!
«Και τι θα συμβεί σε εσένα;» θέλησε να μάθει, μα η Νατ απλά ανασήκωσε τους ώμους.
Απλώθηκε μια βαριά σιωπή ανάμεσά τους και η μπόρα από έξω ακουγόταν τώρα πιο δυνατή.
«Μη το πεις, μια χαρά είναι…» έκανε ξαφνικά η Νατ.
«Οκ, δε λέω τίποτα.» αποκρίθηκε η Άλι.
«Τι φάση;» απόρησε η Νάταλι.
«Βρέχει, μη κρυώσεις…» είπαν ταυτόχρονα, η άγγελος με ανησυχία, η δαιμόνισσα με το ύφος που θα έπαιρνε και η ίδια, αν της το έλεγε η μητέρα της.
Η Νάταλι, συγκινημένη, έμπηξε τα κλάματα…
VIII. Home, sweet(?) home!
Μίλησαν για ώρες, μέχρι που η σερβιτόρα, αναγκάστηκε να τις διώξει. Καμιά φορά η μία φύλακας ολοκλήρωνε την φράση της άλλης, μα δεν ήταν ακριβώς σα τηλεπαθητικός διάλογος που δεν άκουγε η Νάταλι, όσο σαν ομοιογενείς σκέψεις που είχαν και οι δυο. Η κοπέλα ρώτησε κατά πόσο επηρέαζαν τις πράξεις της και της απάντησαν ότι η ελεύθερη βούληση ήταν το προτέρημα των θνητών και εκείνες απλά έδιναν καμιά ώθηση μια στο τόσο, το τελικό αποτέλεσμα ήταν καθαρά δικό της όμως. Ρώτησε τι ήξεραν για την κοπέλα των ονείρων κι εκείνες απλά ανασήκωσαν τους ώμους. Ρώτησε αν εκείνες την είχαν σώσει το βράδυ του μεγάλου εφιάλτη και η απάντηση ήταν η εξής: όσο η Νάταλι τιναζόταν από τα όσα έβλεπε πίσω από τα κλειστά της βλέφαρα, εκείνες την κοιτούσαν με απορία και αγωνία. Όταν άρχισε να υπνοβατεί, η Νατ έτρεξε στο δωμάτιο των γονιών της Νάταλι και η Άλι πρόσεχε την κοπέλα. Η Νατ μίλησε στον φύλακα του μπαμπά της και ο φύλακας ξύπνησε τον μπαμπά, ενώ η Άλι κρατούσε –όπως μπορούσε, όντας άυλη- την θνητή, για να μην πέσει από το μπαλκόνι. Η Νατ μιμήθηκε την κραυγή της Νάταλι και ο μπαμπάς την άκουσε αχνά -μα την άκουσε!- σα διαίσθηση ή πατρικό ένστικτο και έσπευσε στο δωμάτιο της κόρης του. Έσπασε την πόρτα και την συνέχεια η Νάταλι την ήξερε…
Η υπόλοιπη κουβέντα ήταν κυρίως αναμνήσεις και αναπολήσεις. Όταν η σερβιτόρα ήρθε, για να της πει ότι κλείνουν, η Νάταλι δεν μπόρεσε να μην κοιτάξει τους φύλακες της γυναίκας και εκείνοι απόρησαν που τους έβλεπε. Ήταν κάπως αστείο και κάπως ανατριχιαστικό συνάμα…
Συνειδητοποιώντας ότι δεν είχε τσάντα ή πορτοφόλι, πανικοβλήθηκε, μα η κοπέλα της κέρασε τον καφέ. Όταν η Νάταλι είδε την ώρα, ζήτησε να κάνει κι ένα τηλέφωνο πριν φύγει. Η σερβιτόρα πια δεν της χάλαγε χατίρι, ήθελε απλά να την κάνει να φύγει για να κλείσει. Πήρε τηλέφωνο. Οι γονείς της είχαν φρικάρει, τους καθησύχασε ότι όλα είναι καλά και ότι απλά ξεχάστηκε να γυρίσει σπίτι και πήγε απευθείας φροντιστήριο. Η μπαταρία είχε αδειάσει στο κινητό, να μην ανησυχούν επέστρεφε.
Μπήκε στο μετρό και κίνησε για το σπίτι.
Ήταν και οι τρεις απρόσμενα σιωπηλές, η Νάταλι για να μη φαίνεται σα τρελή –μια στο τόσο τους χαμογελούσε με νόημα και γεμάτη χαρά για όσα συνέβαιναν- μα οι άλλες δύο φαίνονταν προβληματισμένες.
Φτάνοντας στην είσοδο της πολυκατοικίας, θυμήθηκε και πάλι ότι δεν είχε τσάντα και χτύπησε το κουδούνι. Η μητέρα της απόρησε εξίσου, μα της είπε ότι έδωσε την τσάντα της στην Αλίκη… Δεν ήξερε γιατί το είπε αυτό! Τελευταία τα ψέματα και οι δικαιολογίες απλά ξεχύνονταν από μέσα της.
Άκουσε το μπιζάρισμα στη πόρτα, πήγε να ανοίξει, μα οι φύλακές της βρέθηκαν μπροστά της. Μισές μέσα στη πόρτα της εισόδου και μισές έξω από αυτή!
«Νάταλι… πρέπει να σε προειδοποιήσουμε: μην φρικάρεις.» είπε η Νατ.
«Τι εννοείς;» απόρησε η κοπέλα.
«Θα παρακαλέσω την φύλακα της μητέρας σου να μας μιλήσει, μα μην φρικάρεις, δεν ξέρουμε πώς να στο πούμε…» πρόσθεσε η Άλι.
«Τι παίζει ρε σεις;» θέλησε να μάθει η Νάταλι, νιώθοντας άγχος για κάποιο λόγο. Δεν καταλάβαινε τι γινόταν και ένιωθε σα να της μεταφέρουν όσα αισθάνονταν κι εκείνες.
«Είναι πολύ fucked up ρε συ η φάση, λίγη υπομονή και θα σου μιλήσουν οι φύλακες των γονιών σου.» έκανε αγχωμένη η Νατ και η κοπέλα δεν μπορούσε να την βλέπει έτσι, την είχε συνηθίσει κουλ…
«Απλά εμπιστέψου μας και συμπεριφέρσου σαν να μην τρέχει τίποτε.» είπε και η Άλι. Η Νάταλι ήταν στο τσακ να φρικάρει, μα εφόσον της είπαν ότι όλα θα εξηγηθούν, απλά κατένευσε και ετοιμάστηκε για κάποιου είδους έκπληξη, αμφιβόλου ποιότητας.
Άνοιξε εντελώς την κυρίως πόρτα, μπήκε στο ασανσέρ, ανέβηκε στον όροφό της και βρήκε την είσοδο λίγο ανοιχτή. Οι φύλακές της ήταν από πίσω της και την ενθάρρυναν να προχωρήσει. Μπήκε και έκανε με μελωδική φωνή, σα να μην τρέχει τίποτε: «Ήρθααα!»
‘’Ωχ Παναγία μου!’’ σκέφτηκε, πραγματικά σοκαρισμένη από αυτό που είδε.
«Καλώστηνα κι ας άργησε…» έκανε ο πατέρας της, χαμογελώντας κουρασμένος και παίρνοντας το βλέμμα του από την οθόνη για να την κοιτάξει. Ο μπαμπάς ήταν κομπλέ, μα από πίσω του, ο φύλακας-άγγελός του, ήταν σχεδόν τρία μέτρα ψηλός, ίδιος με τον μπαμπά, μα με μια απίστευτα θλιμμένη έκφραση στο πρόσωπό του!
«Μας ανησύχησες βρε Ναταλία…» είπε ήρεμη η μαμά και εκεί ήταν η βόμβα: από πίσω της βρισκόταν μια φύλακας-δαίμονας, λίγο πιο κοντή από την μαμά και πιο σαφρακιασμένη, με πρόσωπο ολόιδιο, μα με μια έκφραση γεμάτη ατόφια κακία και δαιμονική χαρά!
Και δεν ήταν μόνο αυτό!
Γύρω από τη μαμά, υπήρχαν μια ντουζίνα ημίγυμνά παιδιά, με γκρίζα σάρκα, ντυμένα με κουρέλια και πρόσωπα με αλλοιωμένα και τερατώδη χαρακτηριστικά! Ήταν σα παιδιά που δεν είχαν σχηματιστεί ολόκληρα, αλλωνών τα πρόσωπα ήταν κωνικά και τραβηγμένα προς τα πάνω και αλλωνών τα πόδια ήταν τραβηγμένα προς τα κάτω, μυτερά, κάνοντάς τα να στέκονται με δυσκολία και να παραπατούν συνεχώς! Άλλα είχαν μόνο στόμα και τίποτε άλλο στο κεφάλι τους, άλλα μόνο ένα ρουθούνι και ένα μάτι, άλλα κρατούσαν τον μαραμένο-σα-τριχιά ομφάλιο λώρο τους και τον βύζαιναν σα μπιμπερό, ενώ οι ηλικίες τους ποίκιλαν!
‘’Ο ΧΡΙΣΤΌΣ ΚΑΙ Η ΠΑΝΑΓΊΑ!!!!’’ ξανασκέφτηκε η κοπέλα και είδε τη μαμά να σκουπίζει τα χέρια της σε μια πετσέτα. Η μαμά πλησίασε για να την αγκαλιάσει και να την φιλήσει, όπως πάντα, μα όλες αυτές οι μορφές την ακολουθούσαν!
Η Νάταλι, ασυναίσθητα, έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και σάστισε.
«Όλα κουλ, όλα κουλ.» άκουσε την Νατ από πίσω της, να την συμβουλεύει.
«Μη κοιτάζεις τα παιδιά και όλα κουλ.» είπε η Άλι, αγχωμένη, μα με καθησυχαστικό τόνο.
«Είσαι καλά;» ξανάπε η μητέρα της και η Νάταλι ένευσε. Αγκαλιάστηκαν, μα η κοπέλα πάλευε να μην κοιτάξει τους δεκατρείς συντρόφους της μαμάς και είπε: «Πάω να ξαπλώσω, είμαι κομμάτια.»
«Σίγουρα δε θες να φας;» ρώτησε η μαμά, μα η Νάταλι πήγαινε ήδη προς το δωμάτιό της και φώναξε απλά: «Άστα στο φούρνο μικροκυμάτων, μπορεί να μη κοιμηθώ, ίσως πιο μετά!»
Η Νάταλι μπήκε στο δωμάτιό της, έκλεισε την πόρτα και έβαλε την πλάτη της πάνω, για να είναι σίγουρη ότι δε θα μπει κανείς. Κοίταξε την Νατ και την Άλι, που βρίσκονταν μπροστά της τώρα, για να πει έντρομη: «Τι στο πούτσο είδα μόλις;!;!»
IX. Da evol brethren, να ‘ούμε!
Η Νατ έφερε την φύλακα-δαίμονα της μαμάς και η Άλι τον φύλακα-άγγελο του μπαμπά, όσο η Νάταλι περίμενε, κόβοντας βόλτες μέσα στο δωμάτιό της. Προσπαθούσε να επεξεργαστεί τα όσα είχε δει, μα δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτε.
Ήρθαν όμως και σύντομα οι χιλιάδες απορίες της θα λύνονταν…
Η Νατ και η Άλι πάλεψαν λίγο με τα παιδιά και τα κράτησαν έξω από το δωμάτιο, όσο οι φύλακες των γονιών της κοιτούσαν ανήσυχα ολόγυρα. Ήταν εμφανές ότι ανησυχούσαν για τους προστατευόμενους τους, ότι ήθελαν να επιστρέψουν πλάι τους όσο το δυνατόν γρηγορότερα, για να μην τους συμβεί τίποτε, μα οι φύλακες της κοπέλας τους ησύχασαν.
«Είναι μακριά από την τηλεόραση.» είπε η Άλι στον άγγελο του μπαμπά της Νάταλι που φοβόταν για τυχόν ηλεκτροπληξία.
«Έχει κλείσει τον φούρνο.» καθησύχασε η Νατ τον δαίμονα της μαμάς, που σκεπτόταν ότι ίσως αρπάξει φωτιά η μητέρα της Νάταλι.
«Πώς μπορεί και μας βλέπει;» ρώτησε η δαιμόνισσα και ήταν η φωνή της μαμάς, μα η Νάταλι δεν την είχε ακούσει ποτέ να κρύβει τόσο μίσος και κακεντρέχεια.
«Δεν έχουμε ιδέα.» ομολόγησαν η Νατ και η Άλι.
«Πόσα γνωρίζει το καημένο;» έκανε ήρεμα ο θλιμμένος άγγελος.
«Όσα κι εμείς, μα όχι για τους γονείς της.» πάλι εν χορό, η δαιμόνισσα της μαμάς γέλασε και ο άγγελος του μπαμπά δάκρυσε.
«Τι παίζει με την μαμά;» ρώτησε η Νάταλι, δίχως να μπορεί να κρατιέται άλλο.
«Είναι μια πουτάνα!» έκανε με υφάκι η δαιμόνισσα, σα να ζητούσε και τα ρέστα, περήφανη για την προστατευόμενή της.
«ΣΟΦΙΑ!» είπαν ταυτόχρονα ο φύλακας του μπαμπά και οι προστάτες της κοπέλας, θέλοντας να την επιπλήξουν. Φυσικά ήταν το όνομα της μαμάς… Η δαιμόνισσα χαμογέλασε χαιρέκακα, οι άλλοι κατσούφιασαν.
«Τουρέτ;» της έκανε η Νάταλι και την είδε να απορεί. «Πώς μιλάς έτσι για την μαμά; Δεν είσαι φύλακάς της; Δεν την αγαπάς;» ξέσπασε και όλοι της έκαναν νόημα να ηρεμήσει.
«Νάταλι;» άκουσε τη φωνή της μητέρας της έξω από το δωμάτιο και κατάλαβε το γιατί της κάνανε νόημα. Η πόρτα άνοιξε και την είδε να εμφανίζεται, περιτριγυρισμένη από τα τέρατα, μα δίχως να έχει ιδέα για την ύπαρξή τους. «Όλα καλά;» την ρώτησε και η κοπέλα κατένευσε, χωρίς να ξέρει πώς να αντιδράσει.
«Μια χαρά, άσε με λιγάκι μόνη μου.» έκανε φοβούμενη για κάποιο λόγο μην δει με ποιους ήταν μαζί. Ήταν περίεργο να προσπαθεί να συνηθίσει στην ιδέα ότι έβλεπε κάτι που οι άλλοι δεν έβλεπαν.
«Οκ, καλό μου.» της έκανε απαλά και η μαμά έφυγε, κλείνοντας την πόρτα, δίχως να δείχνει ότι έχει αντιληφθεί την παρέα της κόρης της…
Κάποια τερατάκια έμειναν πίσω και η Νατ με την Άλι έσπευσαν να τα διώξουν. Εκείνα γκρίνιαζαν κι έκλαιγαν. Δεν ήθελαν να φύγουν…
«Έξω. Τώρα.» έκανε η σκύλα-δαιμόνισα και εκείνα έφυγαν αμέσως.
«Εξηγήσου…» ρώτησε σιωπηλά, μα με αυταρχικό τόνο τη φύλακα της μαμάς της, όταν συνήλθε από το σοκ. Εκείνα τα όντα την αηδίαζαν και την τρόμαζαν σε απίστευτο βαθμό.
«Πουτάνα!» είπε και πάλι, σα να της άρεσε η λέξη, σα να την γευόταν όσο την έκφερε. «Δεν είναι κακή λέξη, σαν έννοια και όρος είναι αρχαιότατη. Άλλωστε αυτό πιστεύει και η μαμά σου για τον εαυτό της και της αρέσει.»
Πήγε να ξεκινήσει πάλι έντονη διαφωνία, μα η Νάταλι τους διέκοψε όλους, περίεργη να μάθει. Το ύφος της δαιμόνισας την εκνεύριζε, μα ήθελε να μάθει τα πάντα.
«Πώς να στο πω μικρή μου; Η μητέρα σου είχε δύσκολη παιδική ηλικία, πολύ πατριαρχικό περιβάλλον, πολύ στενόμυαλη μητέρα και έμαθε ότι σα γυναίκα όφειλε να είναι υπό. Ο πατέρας της ήταν μαλάκας και η μάνα της γυναικούλα, τους σιχαινόταν και τους σιχαίνεται. Παντρεύτηκε στα είκοσι και έμεινε με τον μπαμπά σου έκτοτε, απλά κάθε Παρασκευή, να…» ακόμη και η δαιμόνισα έκανε μια παύση εδώ, αυτό που ήταν έτοιμη να πει, δεν ήταν και ότι πιο εύκολο: «δεν βγαίνει με τις φίλες της. Βγαίνει, κορτάρει κόσμο και καταλήγει να κάνει σεξ παντού. Προσεκτική μην την δουν γνώριμα μάτια, μα δίχως προφυλάξεις…»
«Σοφία!» τα τρία άυλα όντα στο χώρο, μαζί.
«Δεν χρυσώνω το χάπι, όσο πιο γρήγορα ξεμπερδέψω, τόσο πιο γρήγορα θα επιστρέψω πλάι της… Κι εσείς το ίδιο θα κάνατε, αν σας απομάκρυναν από τον δικό σας.» έκανε αυτάρεσκα η δαιμόνισα.
«Συνέχισε.» είπε η Νάταλι, τρέμοντας και δίχως να μπορεί να την κοιτάξει. «Μην μου κρύψεις τίποτα.»
Η Νατ και η Άλι ανήσυχες, ο άγγελος του μπαμπά σοβαρός μα με δάκρυα να κυλούν συνεχώς, αυλακώνοντας τα μάγουλά του.
«Θα σου τα πω, όπως δε θα σου τα έλεγε ποτέ. Την ξέρω καλύτερα από τον καθένα. Θεωρεί ασυνείδητα ότι ελέγχοντας το πόθο των αντρών και τις ζωές που έχει μέσα της, δεν είναι πια ‘’υπό’’. Κάνει ότι θεωρεί ότι θα έκανε μια ‘’γυναικάρα’’, έτσι ώστε να μην γίνει ‘’γυναικούλα’’ σα τη μάνα της που την σιχαίνεται. Έτσι είναι χαρούμενη και επιστρέφει στην οικογενειακή ζωή της κυρία, τέλεια σύζυγος και τρυφερή μητέρα.» είπε η δαιμόνισα μα τώρα, ένιωθε κι εκείνη άσχημα. «Είναι ανάγκη να συνεχίσω; Ήδη έχω πει πολλά ρε σεις, έχει και τα μυστικά της η γυναίκα!» έκανε προς την συντροφιά, μα κανείς άυλος δεν μίλησε…
Μόνο η Νάταλι…
«Τι εννοείς τις ζωές που έχει μέσα της.»
Η δαιμόνισα κοίταξε πέρα από τη Νάταλι και το κάτω χείλος της έτρεμε. Η Νάταλι το πέρασε για οργή, μα ήταν θλίψη. «Συγχώρα με μικρή, δεν θέλω να σε πονέσω, μα ο έρωτας και ο θάνατος…» έκανε μια παύση « Είναι τα αρχέτυπα κάθε πτυχής στη ζωή.» άλλη μια παύση και σιωπηλά, δίχως να κοιτά το κορίτσι: «Την βρίσκει με τις εκτρώσεις.»
«Τι λες!» σχεδόν φώναξε η Νάταλι και τινάχτηκε όρθια.
Η δαιμόνισα κατένευσε.
«Με κάθε ζωή που τερματίζει, προτού καν της δοθεί η ευκαιρία να πάρει μορφή και να ζήσει όντως, νιώθει παντοδύναμη, νιώθει ότι επαναστατεί στη δική της οικογένεια ακόμη. Μερικές φορές αργεί να δώσει το τέλος, μόνο για να επιβεβαιώσει στον εαυτό της ότι η ίδια θα αποφασίσει πότε θα τερματίσει τη συγκεκριμένη ζωή. Κι όλα αυτά από μίσος για τους δικούς της… Δε σου φαίνεται περίεργο που δεν έχετε επαφές με τους παππούδες;» είπε νιώθοντας περίεργα, με αυτό να είναι εμφανές στο πρόσωπό της.
«Όχι, δεν τους έχω δει ποτέ…» μουρμούρισε η Νάταλι, δίχως να το έχει καλοσκεφτεί ποτέ. Μα βλέποντας ότι αυτό ήταν ένα παιχνίδι για να οδηγήσει αλλού την συζήτηση και την σκέψη της, ρώτησε: «Και ο μπαμπάς τι λέει γι αυτά, το ξέρει;»
Την μπάλα πήρε ο άγγελος του μπαμπά.
«Το ξέρει, αλλά την αγαπάει πάρα πολύ κι εσένα ακόμα περισσότερο.» έκανε βαρύθυμος, όλη αυτή η κουβέντα τον πονούσε απίστευτα, οι ουλές στα μάγουλά του από δάκρυα του παρελθόντος, αυλακώνονταν βαθύτερα από αυτά που έχυνε τώρα. Η Νάταλι σκέφτηκε ότι η Νατ είχε πει ότι δεν κλαίνε, αυτό την έκανε να νιώσει πόσο είχε υποφέρει ο πατέρας της στη ζωή του.
Ο άγγελος βρήκε το κουράγιο να μιλήσει και άρχισε την αφήγηση: «Ο Λάμπρος, ο μπαμπάς σου, πληρώνει για κάθε άμβλωση. Της έχει πει απλά να μην μάθεις εσύ τίποτα και ποτέ και εκείνη να κάνει ότι την κάνει ευτυχισμένη. Η όλη ιστορία ξεκίνησε τρία χρόνια μετά από την γέννησή σου. Ήταν η πρώτη φορά που είχε ξενοκοιμηθεί και είχε μείνει έγκυος. Ο Λάμπρος δεν καβγάδισε, δεν φώναξε, δεν έκλαψε, απλά της έδωσε τα χρήματα και της είπε ότι δεν μπορεί να την συνοδέψει στο νοσοκομείο. Μα μέσα του τον κατέστρεψε. Ξέρεις ότι έχει χάσει γονείς, αδέλφια φίλους… νιώθει ότι μόνο με εσάς είναι ευτυχισμένος, οπότε δεν μπορεί να έχει απαιτήσεις από εσάς. Σας θεωρεί την ευλογία του.»
«Μα…» έκανε να πει η Νάταλι, δεν βρήκε λόγια όμως. «Συνέχισε.»
«Δεν έχουν κάνει έρωτα από τότε. Θεωρεί ότι η Σοφία δεν του ανήκει πια, μα δεν έχει δύναμη να την κερδίσει πίσω. Θεωρεί ότι ήταν λάθος του που έδινε όλο του το χρόνο στη δουλειά και όχι σε εκείνη. Δε μπορεί να δει ότι το έκανε για εσάς και ότι δε φταίει σε τίποτε.»
«Η Σοφία το ξέρει αυτό, μα τον λυπάται. Δεν νιώθει ότι έχει κάνει η ίδια κάποιο λάθος, απλά έχασαν και οι δύο το ενδιαφέρον. Δεν μπορεί να τον δει ερωτικά πια, μα έχει ανάγκες…» συμπλήρωσε η δαιμόνισα.
«Και οι φίλες της τι λένε;» ρώτησαν η Νατ και η Άλι.
«Ποιες φίλες; Μόνο την αδελφή της έχει και εκείνη δεν ξέρει τίποτε.» τους αποκρίθηκε και οι δυο τους μαζί με την Νάταλι σάστισαν.
Μια ασήκωτη σιωπή έπεσε ανάμεσά τους.
«Δεν είναι δυνατόν όλο αυτό να συμβαίνει…» μονολόγησε η Νάταλι.
«Λυπόμαστε Νάταλι, οι γονείς σου δεν θέλανε να μάθεις ποτέ…» έκαναν οι φύλακές της και η κοπέλα έβαλε τα κλάματα.
Όταν συνήλθε, ζήτησε να μάθει περισσότερα. Δίχως να θέλουν, μα υπό την πίεσή της, της εξήγησαν ότι τα ασχημάτιστα παιδιά ήταν οι κατεστραμμένες ψυχές από τις αμβλώσεις και περιτριγύριζαν πάντα τη μαμά. Μισούσαν τη Νάταλι με όλο τους το είναι, γιατί η Σοφία είχε επιλέξει εκείνη να ζήσει και όχι αυτά, ενώ λατρεύουν παθολογικά τη μητέρα τους, ακόμη κι αν θεωρούν ότι τα αδίκησε. Ότι ατύχημα είχε προκληθεί στη Νάταλι, όσο εκείνη βρισκόταν κοντά στη μαμά της, από τα τρία της έτη και μετά, ευθύνονταν κυρίως αυτά. Η μαμά νόμιζε ότι από τύψεις δεν μπορούσε να κοιμηθεί, γι αυτό και κοιμόταν με χάπια τα τελευταία χρόνια, μα η πραγματικότητα ήταν ότι οι σκιές των μεγαλύτερων –των πιο παλιών θυμάτων- την ταλάνιζαν, κάνοντας μέσα στο απόλυτο σκοτάδι την εμφάνισή τους, στη περιφερική της όραση. Η θεία της –η αδελφή της Σοφίας- δεν θα καταλάβαινε, ακόμη κι αν της εξηγούσε, οπότε δεν της είχε μιλήσει ποτέ, όσο κι αν ήθελε. Ο μπαμπάς δεν επικροτούσε τις πράξεις της γυναίκας του, μα δεν είχε εκφράσει ποτέ τη γνώμη του. Είχε προτείνει κάποια στιγμή συνεδρίες με μία ψυχολόγο, μα μόλις η μαμά αρνήθηκε, εκείνος δεν ξανάπε τίποτα. Την ζωή του μπαμπά η Νάταλι την ήξερε: δουλειά, σπίτι, δουλειά, σπίτι… Κανένα μυστικό, τίποτε πέρα από τη φαντασία της.
Η Νάταλι άκουγε σιωπηλή, μα όταν σταμάτησαν να μιλούν, εκείνη παρέμεινε χαμένη στις σκέψεις της…
Όλα αυτά ήταν πάρα πολλά για μία μέρα. Η ζωή της είχε έρθει τούμπα! Από την απόλυτη χαρά, της ανακάλυψης ενός νέου κόσμου και δύο νέων υπερφυσικών κολλητών, είχε βυθιστεί στην απελπισία και στη θλίψη. Δεν επίρριπτε ευθύνες σε κανένα, ήταν όλοι τους όσο ειλικρινείς τους είχε ζητήσει, μα ούτε έκρινε την μαμά ή τον μπαμπά, για τις πράξεις τους. Ένιωθε ότι δεν ήταν σε θέση να τους κρίνει ή να τους μισήσει, τους αγαπούσε πάντα, με όλη της τη καρδιά. Ακόμα και την μαμά, ακόμα κι έπειτα από όσα είχε μάθει!
Μα μόνο μία εναλλακτική έβλεπε…
«Μόλις κοιμηθούν θα φύγω!»
X. Ούτε Νορ-λέιν, ούτε Lane Rock, το όνομά της είναι…
Όλοι πάλεψαν να την μεταπείσουν, μα εκείνη ήταν αδιάλλακτη.
Με το βάρος όσων είχε μάθει να την πλακώνουν, ήθελε ένα διάλλειμα, δεν ήθελε άλλες κουβέντες και τους το ξεκαθάρισε.
Αποφάσισε να πάει στη τουαλέτα, ίσως αν έβρεχε το πρόσωπό της να ένιωθε κάπως καλύτερα. Αισθανόταν σα να θέλει να ξεράσει, σα να την είχε δηλητηριάσει όλη η γνώση που την είχε πολιορκήσει!
Βγήκε από το δωμάτιο μαζί με τον άγγελο του μπαμπά και την δαιμόνισσα της μαμάς και τους είδε με την άκρη του ματιού τους να πηγαίνουν στο πλευρό των προστατευόμενών τους. Ένιωθε την Νατ και την Άλι στο κατόπι της, μα δεν την ενοχλούσε.
«Νάταλι!» άκουσε την μαμά και την είδε να σπεύδει πλάι της, με την ομήγυρη των νεκρών της τέκνων να την ακομπανιάρουν κατά πόδας. Η κοπέλα κρατούσε το βλέμμα της στο πρόσωπο της μαμάς. Είχε φορέσει πιτζάμες, μάλλον θα είχε περάσει ώρα και θα ετοιμάζονταν να ξαπλώσουν.
«Είσαι καλά;» την ρώτησε.
«Ναι μαμά, μάλλον θα αδιαθετήσω.» της έκανε, με την γνωστή ευκολία για ψέματα και δικαιολογίες που είχε αναπτύξει από την αρχή των εφιαλτών της. Είδε την μητέρα της να ηρεμεί κάπως και η ανήσυχη έκφρασή της να γίνεται συμπονετική.
«Σόρι αν σε πρίζω ε, καταλαβαίνεις, ήταν περίεργη μέρα, μας λαχτάρησες…» της δικαιολογήθηκε.
«Ναι, ήταν περίεργη μέρα…» επανέλαβε η Νάταλι και έδειξε το μπάνιο. Αν μιλούσε θα τα έμπηγε και μετά δεν θα ξεμπέρδευε εύκολα. Η μαμά, σα να θυμήθηκε τι είχε διακόψει την άφησε να μπει.
Η Νάταλι έκλεισε την πόρτα πίσω της, πήρε μια βαθιά ανάσα και την άφησε αργά, παλεύοντας να πνίξει ότι ένιωθε. Πήγε στον νιπτήρα, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της και σηκώθηκε για να κοιτάξει τον εαυτό της στο καθρέφτη.
Είδε από πίσω την Νατ και την Άλι!
«Όχι, όχι!» έκανε και γύρισε να τις κοιτάξει. «Από εδώ και πέρα θα πηγαίνω μόνη στο μπάνιο, πηγαίνετε στο δωμάτιο και περιμένετε.» απαίτησε και εκείνες κατσουφιασμένες, μα όλο κατανόηση, υπάκουσαν και έφυγαν.
Σήκωσε το καπάκι της λεκάνης, κατέβασε το εσώρουχό της και έκατσε, προσπαθώντας να μην σκέφτεται όσα είχαν συμβεί. Φουλ δύσκολο! Ακούμπησε τους αγκώνες της στα γόνατά της και κοίταξε μπροστά, με το πρόσωπο στις παλάμες της. Άφησε την κύστη της να ηρεμήσει και να απελευθερωθεί από το περιεχόμενό της, δίχως πραγματικά να κοιτάει τι υπήρχε μπροστά της. Σκεπτόμενη από το αβέβαιο μέλλον της, τον τρόπο ομιλίας των φύλακών της (πανομοιότυπος με τον δικό της), μέχρι όλη την παράνοια με τα νεκρά παιδιά και τον γρίφο της κοπέλας των ονείρων της, το βλέμμα της άρχισε να εστιάζει…
Αυτό που είδε πάνω στο πλυντήριο της έκοψε το κατούρημα μαχαίρι!
Ντύθηκε γρήγορα, άρπαξε το αντικείμενο και όρμησε στο δωμάτιό της, αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις των γονιών της πια. Ήδη έκανε σα τρελή, ας το χρέωναν όλο το φέρσιμο στις ορμόνες…
Μπήκε μέσα και έδειξε αυτό που κρατούσε στους φύλακές της.
«Ναι τι;» απόρησε ανήσυχη η Νατ.
«Γιατί μας δείχνεις ένα απορρυπαντικό;» απόρησε και η Άλι δίχως να καταλαβαίνει.
«Αυτό είναι, αυτό είναι!» έκανε δίχως να μπορεί να συγκρατηθεί.
«Ποιο;» έκαναν έντρομες οι φύλακές της, αντιδρώντας στον πανικό που κατέκλυζε την κοπέλα. Μάλλον την είχαν κάνει να τρελαθεί με όσα της είχαν αποκαλύψει μέσα σε μια μέρα…
«Το όνομα της κοπέλας των ονείρων μου! Το όνομά της είναι στο απορρυπαντικό!» επέμεινε η Νάταλι.
Οι φύλακές της απόρησαν ακόμα περισσότερο, δεν έβγαζαν νόημα.
Η Νάταλι έτεινε μπροστά το απορρυπαντικό.
«Το όνομά της είναι Λενόρ!»
***
πρώτη ανάρτηση 21/11/2016