Lately polu wtf i fasi re gmt... Dn koimamai ka8olou kala kai exw gami8ei stous efialtes… Dn 8elw na parw xapia, alla an sunexisei auti i malakia dn vlepw alli lusi, dn 8a spasei to proswpo mou epeidi dn koimamai kala, an einai na asxoli8w me to modeling dn ginetai na moiazw sa kwlogria!! WTF dld?!?
(Ηλεκτρονικό ημερολόγιο της Natalie Gautier)
I. Daddy’s Little Princess!
«Να σου πω ρε μπαμπά… Είσαι χαρούμενος;»
«Φυσικά, καλό μου. Τι ερώτηση είναι αυτή;»
«Μπαμπά, εννοώ… είσαι ευτυχισμένος;»
Μια μικρή παύση, ένα πλατύ χαμόγελο από μέρους του, μα τα μάτια κάπως πικραμένα.
«Φυσικά!» της ξανάπε, με τον ίδιο τόνο, μα εκείνη δεν τον πολυπίστεψε.
Ήταν Παρασκευή βράδυ και η Νάταλι δεν είχε βγει απόψε. Είχε μια πασαρέλα στο fashion tv -σιχαινόταν αυτή τη λέξη, γιατί της θύμιζε τα ζαχαροπλαστεία, μα έτσι την εξηγούσε στο μπαμπά- και είχε ήδη συντονιστεί στο κανάλι εδώ και μισή ώρα. Το σημειωματάριο ήταν έτοιμο πλάι της και το bic στυλό της στο αυτί της.
Έτοιμη να κρατήσει σημειώσεις, αυτό ήταν το μέλλον της άλλωστε…
Καθόταν με τον πατέρα της στη μικρή σαλονοτραπεζαρία και είχε πατήσει το mute στη τηλεόραση, για να τον ρωτήσει τα άνωθεν. Ο πατέρας της καθόταν στη πολυθρόνα του και η Νάταλι στο διπλό καναπέ, οκλαδόν, με μία ολόσωμη μαύρη πιτζάμα, με κουκούλα και αυτιά γάτας. Η μαμά έβγαινε τις Παρασκευές με τις φίλες της, ήταν θεσμός! Οπότε ήταν μόνοι τους: ο μπαμπάς με ένα μπουκάλι κρύα μπύρα και τα τσιγάρα του, ενώ η Νάταλι με το καφέ της και ένα στριμμένο τσιγάρο για μετά -τρία έκανε την μέρα και τα φύλαγε για όμορφες στιγμές. Οι γονείς της δεν την πρήζανε γι αυτό, τους φαινόταν υποκριτικό να της πουν κάτι από τη στιγμή που κάπνιζαν και οι δύο. Βέβαια, όταν έβγαινε έκανε περισσότερα, μα πάντα την επόμενη το μετάνιωνε, κυρίως λόγω του βήχα και του ξερού λαιμού…
Απόψε όμως δεν είχε βγει, λόγω του προγράμματος που ήθελε να παρακολουθήσει, ενώ για μαγιάτικο βράδυ και με το καλοκαίρι δύο μόνο μέρες μακριά, έκανε απρόσμενη ψύχρα!
Είχε ξεμπερδέψει με τις ενδοσχολικές εξετάσεις και ανυπομονούσε για τις διακοπές, μα σήμερα ένιωθε κάπως περίεργα. Ήλπιζε να μην αδιαθετήσει…
«Γιατί ρωτάς, Ναταλία μου;» θέλησε να μάθει ο μπαμπάς με την σειρά του.
«Να μωρέ, ποτέ δε παραπονιέσαι, ποτέ δε φωνάζεις με τη μαμά, ποτέ δεν έχεις νεύρα και μου φαίνεσαι συνέχεια…» έψαξε λίγο τη σωστή λέξη και είπε: «θλιμμένος!».
Εκείνος απλά κατένευσε, δείχνοντάς της ότι την ακούει, μα δεν συμφωνεί απαραίτητα με τις παρατηρήσεις της. Ο μπαμπάς πάντα περίμενε να ολοκληρώσει τα λεγόμενά του ο συνομιλητής του και μετά μιλούσε, για να εκφέρει ευγενικά τις απόψεις του, είτε συμφωνούσε, είτε όχι…
Η Νάταλι, συνέχισε διστακτικά. Δεν φοβόταν τον μπαμπά –αν ήταν δυνατόν, ο μπαμπάς ήταν γατάκι!- ούτε ακριβώς ντρεπόταν να του πει όσα σκεφτόταν, μα για κάποιο λόγο ένιωθε μαγκωμένη, λες και το θέμα ήταν ευαίσθητο.
«Να, η μαμά βγαίνει τις Παρασκευές έστω, να ξεσκάσει… Εσύ; Δεν σχολιάζω το πόσο περίεργο μου φαίνεται ότι δεν έχεις φίλους, σου έχω πει ότι αυτό δεν είναι υγιές, μα.. Να, έχεις δυο δουλειές, σπάνια παίρνεις ρεπό και σήμερα που έχεις ρεπό, αντί να δεις ειδήσεις ή κάποιο αγώνα, θες να δεις μαζί μου catwalk… Κάτι δε μου κολλάει εδώ!» του έκανε μειδιώντας και ο μπαμπάς γέλασε όπως πάντα, με τον γνωστό του τρόπο: με κοφτή εκπνοή από τη μύτη και με λίγο μεγαλύτερο χαμόγελο. Η Νάταλι, ξαναρώτησε: «Τι θες από τη ζωή μπαμπά;»
Ο πατέρας έμεινε για λίγο σκεπτικός και νεύοντας καταφατικά στον εαυτό του, σα να συμφωνούσε με τη σκέψη του ή με την ιδέα να την εκφράσει δυνατά στη κόρη του, είπε: «Πάνε πέντε χρόνια που μου πρωτοείπες ότι θες να ασχοληθείς με την μόδα και ακόμα το πιστεύεις και το αγαπάς. Δεν ήταν εφηβικός ενθουσιασμός, φαίνεται αληθινό όνειρο… Το σέβομαι αυτό και το ξέρεις. Είναι δύσκολα τα πράγματα, μα βάζουμε λεφτά στην άκρη για να σπουδάσεις και να κάνεις αυτό που θες. Αν τα καταφέρεις, τότε αυτό θέλω κι εγώ. Θέλω να μου στέλνεις μήνυμα σε λίγα χρόνια και να διαβάζω ότι τρως πίτσα με την Ντονατέλα και ότι σύντομα θα βγείτε μαζί με άλλα καλοντυμένα χελωνονιντζάκια τσάρκα. Θέλω όλοι να σε ξέρουν, θέλω το όνειρό σου να πραγματοποιηθεί και αν για να γίνει αυτό χρειάζεται να πιάσω και τρίτη δουλειά, θα το κάνω. Πάνω από όλα, θέλω να είσαι ευτυχισμένη εσύ.»
Η Νάταλι χαμογέλασε, ακούγοντας το χιλιοειπωμένο αστείο για το είδωλό της. Η βασική της επιρροή ήταν πάντα η VB, μα η Ντονατέλα ήταν σε άλλο επίπεδο. Στην αρχή την εκνεύριζε, μα ο μπαμπάς ποτέ δεν έλεγε κάτι με κακία. Έτσι κι αλλιώς, η Ντονατέλα ήταν κάπως σα χελωνονιντζάκι πια, μετά από τόσες πλαστικές και η Νάταλι θαύμαζε ακόμη περισσότερο τον αδελφό της τον Gianni. Κρίμα που αυτός ήταν μακαρίτης…
«Και πώς θα τη παλέψεις με τρίτη δουλειά;» ρώτησε, προσπερνώντας τα συναισθήματα που της δημιουργούσαν τα λόγια του. Ήταν που ήταν ευσυγκίνητη, θα ήταν αστείο αν τα έμπηγε άνευ λόγου.
Τότε θα ήταν σίγουρη ότι της ερχόταν περίοδος!
«Ενδοφλέβιες φραπέ!»
Γέλασαν δυνατά και οι δύο.
«Οπότε είσαι ευτυχισμένος; Πέρα από εμένα;»
Ο μπαμπάς έσφιξε τα χείλη σε μία γκριμάτσα συμφωνίας και κατένευσε, σα να της έλεγε ότι όλα είναι μια χαρά. Όλα κουλ…
«Μη μου δίνεις τη φάτσα του ντε Νίρο, πες μου: μπαμπά έχεις όνειρα;»
«Εσύ δε θα γίνεις επιχειρηματίας, ιεροεξεταστής θα γίνεις!» θαύμασε εκείνος. Μα η Νάταλι ήταν σοβαρή.
Σοβάρεψε και ο μπαμπάς.
«Κάποια στιγμή, μακάρι να μη σου συμβεί ποτέ αυτό, μα η ζωή μπαίνει στη μέση και τα όνειρα… πάνε στο βρόντο.» της έκανε σοβαρά και βάζοντας στη τηλεόραση τον ήχο της είπε: «Ξεκινάει…»
Μα η Νάταλι ήταν σκεπτική.
«Μπαμπά;» έκανε τελικά.
«Ναι, καλό μου;»
«Τα όνειρα δεν πρέπει να χάνονται.»
II. Ποια είναι η Natalie Gautier?
Η ηρωίδα μας, στα μέσα δικτύωσης, ονομάζεται Νάταλι Γκωτιέ, ενώ κατά κόσμο Ναταλία Ψυχάρη. Οι εικόνες προφίλ, δείχνουν μία αδύνατη κοπέλα, με ντύσιμο που καλύπτει όλα τα σκοτεινά χρώματα του φάσματος, με έντονο μέηκ απ και γκρίζα μάτια, τα οποία αν είναι πολύ χαρούμενη –σε κάποιες εικόνες- φαίνονται ασημένια. Έχει μαύρα, ίσια μαλλιά, μέχρι το τέλος του μικρού στήθους της και αφέλειες στο μέτωπό της που σχηματίσουν μυτούλα. Έχει γλυκό πρόσωπο και αρκετά σαρκώδη χείλη, που σχεδόν πάντα χαμογελάνε, είναι σχεδόν δεκαεφτά χρονών και σε λίγους μήνες θα μπει στη τρίτη λυκείου. Είναι καλή μαθήτρια, καλή κόρη και καλή ψυχή!
Είναι ψυχούλα, η Ψυχάρη, το ψυχάκι…
Ψυχάκι η Νάταλι; Ναι, έτσι την λένε οι νορμάλ φίλες της.
«Ρε ψυχάκι, γιατί δεν προσπαθείς να είσαι πιο νορμάλ, πιο φυσιολογική;»
«Τι δεν είναι νορμάλ πια ρε; Σου φαίνομαι για τρελή ή για αυτοκτονική; Όπως δε θα έκρινες ένα βιβλίο από το εξώφυλλο, μη με κρίνεις από τα λάτεξ που φοράω τα Σαββατόβραδα…» αστειευόταν σε απόκριση.
«Δεν διαβάζω βιβλία, για να κρίνω από το εξώφυλλο, όλα τα βιβλία είναι βαρετά.» της έλεγε η Μαρία, μία από τις ‘’φυσιολογικές’’ φίλες της.
Η αλήθεια είναι ότι ούτε η Νάταλι διάβαζε και τόσα πολύ εξωσχολικά. Μεγάλωσε σε ένα σπίτι χωρίς βιβλία και θα ήθελε να διαβάζει σα τρελή, ότι έπεφτε στα χέρια της, μα βαριόταν εύκολα και κουραζόταν με τις αργές πλοκές. Διάβαζε κυρίως παιδικά ή εφηβικά βιβλία (Λέμονι Σνίκετ, Σκαλντάγκερυ Πλέζαντ κλπ), μα καιγόταν στις σειρές. Αυτές τις απολάμβανε στο φουλ, ολόκληρες σεζόν μέσα σε λίγες μέρες, κάτω από τα σκεπάσματα, με σβηστά τα φώτα και την οθόνη του λάπτοπ της να την πολιορκεί! Από εκεί, όποιες άγνωστες λέξεις είχε, τις έβρισκε στη μετάφραση του google και είχε κάνει ένα λεξιλόγιο αρκετά εξελιγμένο για την ηλικία της και μία κριτική σκέψη, εξίσου δυνατή, καθώς βρισκόταν πάντα ανάμεσα σε πυρά ιδεολογιών.
Πυρά ιδεολογιών;
«Ρε Νάταλι, γιατί δεν επαναστατείς; Γιατί είσαι πάντα τόσο… mellow;»
«Να επαναστατήσω σε τι ρε Βολταίρο;»
«Στους γονείς, στη κοινωνία, στο οτιδήποτε… Μην είσαι τόσο ξενέρωτη!»
«Ξενέρωτη;! Άκου: αν σα γκοθ είμαι ‘’λάθος’’, τότε σκέψου το… είναι σα να επαναστατώ! Αν η νόρμα στη κουλτούρα αυτή, στην ομάδα παρέκκλισης που θέλω να ανήκω, είναι τα κακά παιδιά, τότε είμαι η επαναστάτρια και η παρέκκλιση της παρέκκλισης, όντας καλή. Αυτό με κάνει να νιώθω μοναδική και όχι ξενέρωτη.»
«Μη μου χρησιμοποιείς μεγάλες λέξεις. Δε βράζει το αίμα σου;»
«Έπαψε καιρό να βράζει και σου έχω πει ότι κοιμάμαι σε φέρετρο εδώ και κάτι μήνες. Επίσης, πιστεύω είναι πιο κουλ να χρησιμοποιώ μεγάλες λέξεις, παρά το λεξιλόγιο των παππούδων μου…» έλεγε κλείνοντας στο μάτι στην Αλίκη, μία από τις ‘’μη-φυσιολογικές’’ φίλες της.
Ναι, ώρες ώρες είχε μεγάλο στόμα και γινόταν ειρωνική, όταν νόμιζε ότι ο συνομιλητής της την ‘’κοροϊδεύει’’ με το χαμηλό του iq, μα ποτέ δεν το έκανε κακοπροαίρετα. Όταν μια φιλία χαλούσε από κάτι που είχε πει η ίδια, στεναχωριόταν και ήταν βαρύθυμη για βδομάδες, ενώ αν μάθαινε ότι κάποιος έχει πει άσχημα πράγματα πίσω από την πλάτη της, πέταγε κατσουφιασμένη ένα: ‘’Ώχου το μωρέ, δεν έχει ζωή και ασχολείται με εμένα το καημένο…’’ και για κανα μισάωρο θα ήταν αληθινά θλιμμένη, για την ποταπότητα του λασπολόγου, μα μετά κάτι άλλο θα αποσπούσε την προσοχή της και το θέμα θα είχε ξεχαστεί.
Η Νάταλι ήταν γκοθάκι από τα δώδεκα και με μία κλίση σε οτιδήποτε σκοτεινό και φρικιαστικό. Είχε συνηθίσει να δέχεται μηνύματα στα μέσα δικτύωσης που χρησιμοποιούσε, από άντρες κυρίως, οι οποίοι ήθελαν να γίνουν δούλοι της, μα ποτέ δεν απαντούσε και πάντα γελούσε με την ανοησία που υπάρχει στο κόσμο. Όταν της έστελναν να τους πατήσει ή να της αγοράζουν ρούχα για να τους φτύσει στη μούρη ή να συναντηθούν για να πλακώσει κάποιον στο ξύλο για την ερωτική του ευχαρίστηση, η Νάταλι έκανε αμέσως delete και block, μα είχε ήδη κάνει printscreen για να γελάσει με τις φίλες της.
«Μα γιατί τόση μανία για ξύλο; Μοιάζω με μπράβος; Να πιάσω δουλειά σε κανα κλαμπ σα πόρτα άμα είναι. Lol δηλαδή!»
Είχε πια μια απάθεια για όλο αυτό, αν και τα πρώτα μηνύματα την είχαν φρικάρει στη πρώτη γυμνασίου (ειδικά αν έρχονταν από άτομα στα ‘’–άντα’’ τους), μα με τον καιρό βαρέθηκε, δεν ασχολούταν πια. ‘’Άλλος ένας τρελάρας’’ μονολογούσε και επαναλάμβανε την γνωστή διαδικασία.
Ο μόνος άντρας στα –άντα που του επέτρεπε οικειότητες, ήταν ο μπαμπάς της!
Και οι δυο γονείς της είχαν μόνιμα μια έκφραση χαρμολύπης στο πρόσωπό τους. Η μαμά όμως χαμογελούσε συχνά, ενώ το πρόσωπο του μπαμπά είχε μια πιο ήρεμη και συμμαζεμένη χαρά. Ήθελε μόνο να τους βλέπει ευτυχισμένους κι ας ήταν ξενέρωτο αυτό.
Λάτρευε να ακούει ιστορίες για το πώς γνωρίστηκαν και πόσο αγαπημένοι ήταν άλλοτε και ήλπιζε να τους ξαναδεί κάποτε να κάνουν σα σχολιαρόπαιδα. Η μία όμως δούλευε σε μία τράπεζα και έβγαινε μόνο τις Παρασκευές, ενώ ο άλλος το πρωί ήταν στο περίπτερο και το απόγεμα –όταν άλλαζε η βάρδια- στο βενζινάδικο. Σπάνια κάθονταν όλοι μαζί και της έλειπε το πώς ήταν οι τρεις τους στις πρώτες της τάξεις του δημοτικού.
Το σπιτάκι τους ήταν μικρό και ζεστό, μα μία αίσθηση μιζέριας την πλάκωνε συχνά, γνωρίζοντας την κατάσταση της οικογένειάς της. Το σπίτι είχε υγρασία και χρειαζόταν βάψιμο, το μπάνιο ή η κουζίνα συνέχεια ήθελαν επισκευές, οι πόρτες τρίζανε. Μα η αγάπη τα έδιωχνε όλα αυτά…
Διάολε, δεν ζούσε και σε παράγκα, δεν ήταν τόσο τραγικά τα πράγματα! Ζούσαν στον πέμπτο μιας πολυκατοικίας στο Μεταξουργείο και το δωμάτιό της ήταν ένας τέλειος γοτθικός παράδεισος.
Όλα κουλ!
«Τα όνειρα δεν πρέπει να χάνονται.» του είχε πει εκείνο το βράδυ και παίρνοντας το σημειωματάριο από δίπλα της και το στυλό από το αυτί της, προσηλώθηκε στην οθόνη. Ο πατέρας της έμεινε για λίγο σκεπτικός, μα παρακολούθησε μαζί της τα ‘’όμορφα ξυλάγγουρα’’, προσέχοντας τι σχόλια θα κάνει, για να μην την εκνευρίσει με καμιά ανοησία του.
Μα δεν μιλούσε πολύ άλλωστε.
Σκεφτόταν κι αυτός τώρα τα όνειρα που είχε άλλοτε…
III. Dem dreamz, man…
Κάποια όνειρα όμως διαφέρουν από τα άλλα…
Ας μη μιλήσουμε όμως για αυτά που έχουν να κάνουν με το πώς σχεδιάζουμε το μέλλον μας, μα γι αυτά που όλοι ξέρουμε και έκαναν τον Γιουνγκ και τον Φρόυντ να σπαταλάνε θάλασσες μελάνης για να τα εξηγήσουν. Εμείς εδώ, δεν θα είμαστε τόσο σχολαστικοί, μια παρομοίωση αρκεί.
Ενώ η πλειοψηφία των ταινιών, που παίζει το κεφάλι μας όταν κοιμόμαστε, είναι σαν τα φιλμ που προβάλει μεταμεσονύχτια το star, υπάρχουν και άλλα που είναι σα ταινίες α’ προβολής. Ναι, τα περισσότερα είναι σα κακές ταινίες β’ διαλογής: ξυπνάς και μέχρι να κάνεις την πρωινή σου ανάγκη ή απλά να τσεκάρεις τι ώρα είναι στο κινητό… ΠΟΥΦ! πάνε, χάθηκαν, τα έχεις ξεχάσει εντελώς! Στα περισσότερα δε σε νοιάζει, σε άλλα παλεύεις να θυμηθείς τι είδες, μα σα ταινία που παρακολούθησες πριν καιρό, δε θυμάσαι ούτε ποιοι έπαιζαν, ούτε τη πλοκή, ούτε καν τον τίτλο. Τίποτε…
Υπάρχουν και τα άλλα όνειρα όμως, στα οποία θυμάσαι κάθε σκηνή! Σα ταινία που είτε σε σημάδεψε, είτε δε περίμενες να καρφωθεί στο νου σου, μα να που θυμάσαι κομμάτια διαλόγων, μονολόγων ή απλά ατάκες! Ίσως η μπομπίνα αυτών των ονείρων να λάμπει χρυσαφιά στον προτζέκτορα του μυαλού μας και ίσως, μαγικά, ο προτζέκτορας να μετατρέπεται σε αργαλειό παραμυθιού, που η μοίρα κάνει κάθε ενσταντανέ του, τσίμπημα ανέμης…
Πολύ παραμυθένιο αυτό το τελευταίο, μα και η Νάταλι έτσι ένιωθε: σα μια μικρή γκοθ πριγκίπισσα!
Μπορεί να ήταν ακόμη παρθένα, μα δεν ήταν ανέγγιχτη, ενώ αν έβαζες κάτω από το σεντόνι της (δεν μιλάμε για στρώματα) ένα μπιζέλι, σίγουρα δε θα καταλάβαινε θεό και θα έπεφτε να κοιμηθεί σα κούτσουρο. Της άρεσαν οι ερωτικές περιπτύξεις, μα σα τον ύπνο… τίποτε!
Η Νάταλι είχε πειραματιστεί και με αγόρια και με κορίτσια, από το γυμνάσιο κιόλας, μα ποτέ κάτι το ιδιαίτερο ή το σοβαρό. Έχανε γρήγορα το ενδιαφέρον της και πάλευε να λήξει φιλικά κάθε σχέση. Δεν ήθελε ποτέ να πληγώσει κανέναν. Σχεδόν πάντα τα κατάφερνε. Όταν όμως το ταίρι της παραγινόταν επίμονο, ε, πάλευε να το πασάρει αλλού.
Κυρίως στην Αλίκη…
Δεν είχε ακόμα κάνει σεξ, τα προκαταρκτικά τα είχε λιώσει βέβαια, γιατί όπως δήλωνε και η ίδια: «Θα λέει μωρέ, αλλά ακόμα σιχαίνομαι να χώσω ένα πούτσο μέσα μου, οι τσόντες το δείχνουν λίγο… ίου! Σαλαμούρα μπαίνει, μορταδέλα βγαίνει… Άπαπα, όχι ακόμα!»
Άλλος ήταν ο πραγματικός της έρωτας άλλωστε: ο κόσμος της μόδας! Τα είχε όλα σχεδιασμένα: θα ξεκινούσε σα μοντέλο και μετά θα έχτιζε την εταιρία της. Το όνειρό της ήταν ανέκαθεν να γίνει μεγάλη σχεδιάστρια και να κάνει mainstream το underground. Είχε την ομορφιά, είχε και το μυαλό, το μόνο πρόβλημα –πέρα από τα χρήματα φυσικά- ήταν…
«Αν πας να κάνεις σολομό ένα σκουλήκι, μη φοβηθείς αν θα σου πνιγεί, το σίγουρο είναι ότι θα πνιγείς εσύ!» της είχε κάνει η μητέρα της, χαμογελώντας γλυκόπικρα, όταν πριν πέντε χρόνια της είχε αποκαλύψει το όνειρό της. Ήταν δώδεκα, είχε αρχίσει να ακούει μέταλ και όπως έβλεπε να ντύνεται η Simone Simons και η Floor Jansen απλά ανατρίχιαζε!
Πανέμορφες, υπέροχες, θεές!
Όλοι έτσι έπρεπε να ντύνονται!
Η Νάταλι ήθελε να γεμίσει τον κόσμο ομορφιά!
Του γούστου της βέβαια…
Οπότε το μυαλό της είχε πάει στη μόδα. Αν όλοι ντύνονταν με δερμάτινα και σκούρα χρώματα και έμοιαζαν καταραμένοι μα ήταν χαρούμενοι, τότε και η ίδια θα ήταν ευτυχισμένη και όλα θα ήταν τέλεια! Δεν μπορούσε βέβαια να φανταστεί τον μπαμπά με άι λάινερ, μα θα γινόταν σταδιακά και αυτό και ίσως να είχε πλάκα!
Εκείνη την μέρα πίνανε καφέ στη κουζίνα, φτιαγμένο από τη νέα εσπρεσιέρα τους και η μαμά κάπνιζε, ακούγοντάς την σοβαρά. Η Νάταλι δεν κάπνιζε τότε…
«Σολομοί; Σκουλήκια; … Τι;» είχε απορήσει το κορίτσι με την τρελή φράση που είχε πετάξει η μητέρα της και εκείνη είχε πει απλά: «Επεξεργάσου το, είσαι έξυπνο κορίτσι.»
Η Νάταλι το είχε επεξεργαστεί και είχε χαμογελάσει και εκείνη με τον ίδιο τρόπο, όταν κατάλαβε τι εννοούσε η μητέρα της, μεταφράζοντας στο νου της τους όρους που είχε χρησιμοποιήσει πριν λίγο –υπό το χώμα και κυρίως ρεύμα.
Η μαμά τότε είχε σηκωθεί, είχε πάρει ένα τετράδιο που υπήρχε για τα ψώνια πάνω από το ψυγείο και είχε ξεκολλήσει από το πορτάκι της κατάψυξης το στυλό που με μαγνήτη βρισκόταν εκεί. Της είπε ότι καλό θα ήταν να το συζητήσουν σοβαρά, η ίδια είχε σπουδάσει λογίστρια και αν αυτό ήταν το όνειρο της κόρης της, τότε θα έπρεπε να παλέψουν να γίνει πραγματικότητα. Όχι απλά να αερολογούν!
Σημείωσαν τι θα μπορούσε να προσφέρει, που δεν υπήρχε ήδη στο χώρο, της είπε τι να ψάξει και να ενημερωθεί σχετικά στο ίντερνετ, την έκανε συνδρομήτρια σε δύο περιοδικά μόδας και της είπε να ξεκινά να σκέφτεται το πράγμα σαν επιχείρηση.
«Καλός ο ρομαντισμός, μα δυστυχώς, ζούμε σε μία καπιταλιστική κοινωνία… Θα κρατάς το όνειρο σε βάθρο στην καρδιά σου και θα σε οδηγεί, μα το κεφάλι σου πρέπει να γίνει ο υπολογιστής που θα χτίζει το βάθρο. Οκ;»
«Ναι μαμά, θενξ για τη βοήθεια, είσαι πολύ κουλ. Νόμιζα ότι θα με κοροϊδέψεις…»
«Πότε το έχω κάνει στο παρελθόν, για να ξεκινήσω τώρα;» της έκανε και αγκαλιάστηκαν.
Οι σχέσεις με τους γονείς της ήταν ακομπλεξάριστες και σχεδόν φιλικές. Όσο στο σχολείο ήταν επιεικής και έφερνε νορμάλ βαθμούς, όσο δεν κάπνιζε ή δεν έπινε υπερβολικά και όσο ήξεραν με ποια αγόρια ή κορίτσια φλέρταρε, όλα ήταν κομπλέ. Και η Νάταλι έτσι τα ήθελε τα πράγματα. Δεν θεωρούσε ότι της έκαναν έλεγχο, θεωρούσε ότι ήταν μια άτυπη συμφωνία ανάμεσά τους, για να μην την πρήζουν. Άκουγε τι πέρναγαν οι φίλες της με τους γονείς τους και στεναχωριόταν. Ποτέ δεν θα ήθελε κάτι τέτοιο…
Η μαμά και ο μπαμπάς ήταν καλοί και κουλ άνθρωποι και το ίδιο ήθελε να πιστεύει και η Νάταλι για τον εαυτό της.
Ναι, ήθελε να νιώθει πριγκίπισσα μια ζωή, τι το κακό είχε αυτό;
Η Νάταλι λοιπόν, ήταν καλό παιδί μέχρι το μεδούλι, ποτέ δεν είχε σοβαρά προβλήματα και η ζωή της ήταν βαρετή, μα ήρεμη. Το μεγαλείο θα ερχόταν στο μέλλον, ήταν σίγουρη και αισιόδοξη!
Το βράδυ όμως που είχε ρωτήσει το μπαμπά για τα όνειρά του, θα έλεγε κανείς ότι πυροδότησε τη μοίρα και η ζωή της ξεκίνησε να αλλάζει.
Ραγδαία!
Είχε ρωτήσει για όνειρα και το ίδιο βράδυ ξεκίνησαν οι εφιάλτες…
IV. Ο πρώτος εφιάλτης
Μια κηδεία για λίγους μέσα στη βροχή˙ μια κοπέλα με τιρκουάζ μαλλιά, πιρσινγκ και χρυσά μάτια˙ η κοπέλα ζωγραφίζει ένα παράδεισο και χάνεται μέσα στο πίνακα της, για να βρει έναν υπέροχο άντρα εκεί˙ ο πίνακας καίγεται. Η άγνωστη κοπέλα βγαίνει από το πίνακα και ανάμεσα στα πόδια της κυλάει μωβ μπογιά˙ μπογιά που στιγμές πριν ήταν το μέλος του αγαπημένου της, του άντρα των ονείρων εκείνης της ξένης, του πρίγκιπα που είχε βρει μέσα στο πίνακα…
Όνειρο μέσα σε όνειρο και όπως η μωβ μπογιά είχε κυλήσει ανάμεσα στα πόδια εκείνης της γυναίκας, η Νάταλι ξυπνώντας, ένιωσε αίμα να κυλάει από το ίδιο σημείο του σώματός της και στα δικά της πόδια, ενώ συνειδητοποίησε ότι είχε όντως αδιαθετήσει τελικά!
Τρομερός συγχρονισμός, μα τα όνειρα τα κάνουν αυτά ε; Στο παρελθόν άκουγε κουδουνίσματα, για να ξυπνήσει και να συνειδητοποιήσει ότι ήταν ο ήχος από το ξυπνητήρι που είχε εισβάλλει στο όνειρό της, μα αυτό ήταν κάπως πιο περίεργο…
Μα δεν θα πονοκεφάλιαζε κιόλας… Είδε ότι τα σεντόνια και η πιτζάμα της ήταν χάλια!
Έκανε ένα γρήγορο ντουζ, έβαλε σερβιέτα, άλλαξε σεντόνια (πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό είχε βάλει άσπρα σεντόνια και να τι είχε συμβεί, αν ήταν δυνατόν!) και συνέχισε τη ζωή της, σα να μην τρέχει κάστανο. Φυσικά ο πόνος που ακολούθησε ήταν un-be-lie-va-ball λέμε -λες και ο Φρέντι Κρούγκερ της είχε αρπάξει τη σάλπιγγα με τα γαμψώνυχά του και την τράβαγε συνεχώς προς την σπονδυλική της. Μα έτσι ήταν πάντα, οπότε την πάλεψε με χάπια.
Το αίμα μιας παρθένας όμως, πάνω στα λευκά σεντόνια της, ήταν ένα σημάδι που δεν έπρεπε να το αφήσει να περάσει έτσι ελαφρά…
Και έτσι είχε ξεκινήσει!
V. Ένα πυρετώδες καλοκαίρι
Ο Ιούνης είχε μπει για τα καλά.
Το όνειρο έκανε την εμφάνισή του μία με δύο φορές την εβδομάδα, μα είχε μάθει πια να ζει με αυτό. Πάλευε να μην το σκέφτεται, να μην την προβληματίζει, μα αλίμονο, αυτό κι αν ήταν δύσκολο!
Γνώριζε ότι κάθε μορφή που βλέπουμε στον ύπνο μας είναι ο ίδιος μας ο εαυτός, μα αυτό δεν της έλεγε τίποτε. Η προηγούμενη πρόταση στο μυαλό της μεταφραζόταν ως: ‘’μπλαμπλαμπλαμπλαμπλά!’’
Γιατί όμως εκείνη η γυναίκα –ή έστω εκείνη η εκδοχή της ίδιας- να έχει τόση σημασία; Δεν την τρέλαινε η ζωγραφική: είχε πάρει μόνο τα απαραίτητα μαθήματα για να μπορεί να κάνει ένα γυναικείο σώμα, έτσι ώστε να μπορεί να σχεδιάσει πάνω τα φορέματά της. Τα ανδρείκελα που ζωγράφιζε ήταν ακέφαλα και τα χέρια σταμάταγαν στον καρπό, δεν σκόπευε ποτέ να κάνει πίνακες! Έπειτα, τιρκουάζ μαλλί; Σοβαρά τώρα; Τα τελευταία χρόνια είχε γίνει τόσο του συρμού που την τσάτιζε… Έπρεπε να παραδεχτεί ότι η κοπέλα ήταν πανέμορφη, μα η θλίψη της την χτυπούσε στη καρδιά!
Να ήταν προμήνυμα για κάτι; Δεν της κοβόταν η ανάσα όμως όταν τα έβλεπε, ούτε τα έβλεπε ασπρόμαυρα. Τα προμηνύματα στο μυαλό της ήταν σαν αυτά που είχε η Φοίβη από τις Μάγισσες και η Φοίβη δεν ήταν καν η αγαπημένη της από τις αδελφές. Η Πρου ήταν πάντα η πιο badass.
Η κοπέλα των ονείρων φαινόταν πάντως badass, ειδικά εκείνα τα μάτια… Ναι, τα όνειρά της ήταν πλημυρισμένα στο χρώμα, ποτέ στο παρελθόν δεν είχε ξαναδεί τέτοια όνειρα, μα τα χρυσά μάτια της θύμιζαν πολύ τα δικά της όταν ασήμιζαν!
Creepy…
Πάλεψε να διώξει τα όνειρα από το μυαλό της, κατά τη διάρκεια των ημερών και να διακοπάρει όπως όφειλε. Τα πρωινά πήγαινε γυμναστήριο, μαζί με τις ‘’φυσιολογικές’’ της κολλητές, όπως κάθε καλοκαίρι, μα εκείνη τη χρονιά, βρήκε τον εαυτό της, να ‘’δίνει πόνο’’ και όχι να μαλακίζεται! Φόρτωνε παραπάνω βάρη, έτρεχε πιο δυναμικά στο διάδρομο και όταν της το τόνιζαν οι φίλες της, εκείνη απλά γέλαγε και έλεγε: «Θα σας σπάσω όλες!»
Ασυνείδητα, κατάλαβε ότι το έκανε για να εξαντληθεί, ώστε τα όνειρα να μην επιστρέψουν. Μα όσο χώμα κι αν επέστρεφε σπίτι, ακόμα κι αν έβγαινε το βράδυ, ο ύπνος όταν ερχόταν δεν ήταν κωματώδης, όπως θα το επιθυμούσε, μα ανήσυχος. Οι νύχτες ήταν ένα μαρτύριο…
Και τα όνειρα γίνονταν όλο και πιο περίπλοκα και αποσπασματικά!
Η άγνωστη κοπέλα να βγαίνει από τον πίνακα και να βρίσκεται στη μέση ενός φλεγόμενου μουσείου˙ ένα γιγάντιο πέτρινο κτήριο, σε γκρι ουρανό, στη μέση μιας σμαραγδένιας πεδιάδας˙ η κοπέλα στα υπόγεια του μουσείου να ψάχνει συρτάρια μανιωδώς˙ τα χέρια της Νάταλι να χρησιμοποιούν επίδοξα έναν αργαλειό, στα βάθη εκείνου του κτηρίου˙ η κοπέλα να δημιουργεί στον αέρα ένα τεράστιο χρυσόψαρο, να το καβαλά και να βγαίνει πετώντας από το μουσείο˙ ένα γυναικείο όνομα να επαναλαμβάνεται συνεχώς˙ ήχοι καμπάνας!
Η Νάταλι ίδρωνε και ξεΐδρωνε, μα τα όνειρα τής έκαιγαν το κεφάλι, στα μέσα του Ιούλη. Ειδικά οι ήχοι από καμπάνες, ακούγονταν τόσο καθαρά! Το όνομα όμως δε μπορούσε να το συγκρατήσει, να το τραβήξει την επιφάνεια της εγρήγορσης από το βυθό του υποσυνειδήτου της και αυτό τη βασάνιζε…
Οι φίλες της άρχισαν να ανησυχούν, μα της καθησύχαζε. Δεν έβγαινε πια τόσο συχνά, ενώ ξυπνούσε στη μέση της νύχτας για να περάσει το υπόλοιπο βράδυ, κοιτώντας το κενό, καπνίζοντας και πίνοντας καφέ.
Παλεύοντας να θυμηθεί το αναθεματισμένο το όνομα!
Και όταν μπήκε ο Αύγουστος, οι εφιάλτες έγιναν πιο έντονοι…
Η κοπέλα με το τιρκουάζ μαλλί βγήκε από το μουσείο, στην πλάτη του χρυσόψαρου και κίνησε αποφασιστικά προς ένα πανκιό, το οποίο την απέφευγε έντρομο. Του βούτηξε το κεφάλι και το έσπασε στο κράσπεδο.
Κόκκινο στο γκρι, αίμα στην άσφαλτο.
Γίνεται…
Πράσινο εκατέρωθεν του γκρι, χορτάρι εκατέρωθεν πλακόστρωτου.
Η ματιά της διέσχιζε ένα μονοπάτι από πέτρες, στη γνωστή πεδιάδα και οδηγούταν στο πέτρινο κτήριο, μπήκε στην αυλή και είδε ότι ήταν μια μονή και πολλές καλόγριες, όλων των ηλικιών, καταπιάνονταν με διάφορες ασχολίες.
Μαυροφορεμένες γυναίκες, με λευκό ύφασμα γύρω από πρόσωπο.
Γίνονται…
Άντρες στα μπλε, με καπέλα και χρυσά σήματα στο στήθος.
Η κοπέλα με τα χρυσά μάτια περικυκλώθηκε από αστυνομικούς και από το πουθενά, εμφανίστηκε ένα γατί που άρχισε να τρώει τις σφαίρες που την σημάδευαν κι έπειτα να τις φτύνει από το στόμα του σα πολυβόλο.
Σφαίρες γίνονται βροχή.
Οι μοναχές μπαίνουν στα υπόστεγα και η κοπέλα με τα χρυσά μάτια την πλησιάζει. Δεν έχει πια πίρσινγκ ή τιρκουάζ μαλλιά, με την καλύπτρα δεν θα φαίνονταν άλλωστε, μα το πρόσωπο και τα μάτια της είναι ίδια!
Είναι θλιμμένη…
Είναι λες και αυτό το πρόσωπο έχει χαραχτεί από αυτό το συναίσθημα…
«Τι συμβαίνει αδελφούλα;» ακούει η Νάταλι την φωνή της, μα δεν μπορεί να ελέγξει τα χείλη της. Τα όνειρα όμως, έχουν και πάλι ήχο και είναι τόσο ζωντανά! Μέχρι τώρα μόνο τις καμπάνες άκουγε τόσο καθαρά.
«Είναι ανόητο Κλόντια, η ηγουμένη είναι μια γριά ηλίθια, δεν γίνεται να μας τιμωρεί για την αγάπη μας.» της κάνει και ο θυμός της σιγοβράζει, η φωνή της τρέμει και δεν την έχει ξαναδεί έτσι η Νάταλι, που πλέον ακούει σε αυτό το νέο όνομα. Κλόντια…
«Ίσως να γνωρίζει καλύτερα, ίσως να έχει δίκιο. Οι γραφές…»
«Ανάθεμα την ηγουμένη και ανάθεμα τις γραφές!»
Πάγωσαν και οι δυο.
Τόσο η Κλόντια –Νάταλι, γαμώτο, Νάταλι!- που είχε σοκαριστεί ως τα βάθη της ψυχής της, όσο κι αυτή που είχε ξεστομίσει τα λόγια, έκπληκτη θα έλεγε κανείς από αυτά που είχε πει, με το χέρι της ασυναίσθητα να πηγαίνει στο στόμα της και τα ακροδάχτυλα να σφραγίζουν τα χείλη της.
Οι υπόλοιπες μοναχές απλά κοιτούσαν την βροχή, γελούσαν και συνομιλούσαν, σα τα πουλιά που τιτιβίζουν την άνοιξη. Το φθινόπωρο για κάποιο λόγο της έκανε να αγαλλιάζουν, ήταν σκοτεινές εποχές και στο σκοτάδι ένιωθαν σπίτι τους. Η Δόξα του Κυρίου έλαμπε χρυσαφιά, τους προηγούμενους έξι μήνες και μόνο αν την στερούνταν για λίγο θα τους άξιζε και πάλι σαν ανταμοιβή.
«Θα φύγω, απόψε θα το σκάσω.» της είπε στο αυτί η κοπέλα με τα χρυσά μάτια. «Έλα μαζί μου.»
«Μα…»
«Σε παρακαλώ, έλα μαζί μου…» πιο αποφασιστικά και πιο παρακλητικά.
«Φοβάμαι Βαλέρια!» ξεστόμισε ένα όνομα, μα ήταν σίγουρη ότι δεν ήταν αυτό που άκουγε στα προηγούμενα όνειρα, όχι, το όνομα δεν ήταν αυτό που έψαχνε!
«Θα έχουμε η μία την άλλη…»
Μία μικρή παύση.
«Όχι.» αποκρίθηκε τελικά η Κλόντια-Νάταλι και είδε την αδελφή της να απορεί και να εκπλήσσεται. «Όσο κι αν σ αγαπώ…»
Ένας κεραυνός έσεισε όλο το προαύλιο και η βροντή αλλοιώθηκε μέσα σε μία έκρηξη˙ τη θέση της πεδιάδας πήρε μια σύγχρονη μητρόπολη και η αστραπή ήταν πια ένα ελικόπτερο που είχε συντριβεί στον αέρα!
Η γυμνή γυναίκα, με το τιρκουάζ μαλλί, κοιτούσε όλο μίσος την καταστροφή.
Η επανάληψη του άγνωστου ονόματος σε μανιώδης λούπα τώρα…
VΙ. Κλόντια και Βαλέρια, Νάταλι και… ?
Η Νάταλι προσπαθούσε να συνδέσει τα κομμάτια, μα δεν καταλάβαινε ότι στην πορεία έχανε τις φίλες της. Δεν έβγαινε πια –παρά μόνο για το γυμναστήριο- ενώ απέρριπτε κάθε έξοδο. Έμενε σπίτι, κοιτώντας το κενό, σκεπτόμενη τα όσα είχε δει στο όνειρο της προηγούμενης νύχτας, δίχως να μπορεί να συγκεντρωθεί σε τίποτε. Το βράδυ έβγαινε για τζόκιν, μα ποτέ δεν εξαντλούταν τόσο ώστε να μην δει τίποτε στον ύπνο της…
Οι γονείς της όλο και περισσότερο ανησυχούσαν, μα εκείνη τους διαβεβαίωνε ότι είναι καλά, ακόμη κι αν ρυτίδες είχαν σκαλιστεί στο πρόσωπό της και τα μαλλιά της είχαν χάσει την λάμψη τους και ήταν σα τραχιές κλωστές πλέον, όσο κι αν τα φρόντιζε. Η μητέρα της, που τα τελευταία χρόνια κοιμόταν με χάπια, της πρότεινε να της δανείσει για ένα μικρό διάστημα, μα η Νάταλι αρνήθηκε.
Όσο οι γονείς έλειπαν από το σπίτι, η ίδια γινόταν φουγάρο, ποτέ πριν δεν κάπνιζε τόσο πολύ, ενώ με την πρώτη βροχή του Σεπτέμβρη, οι εφιάλτες έφτασαν σε ξέφρενο κρεσέντο…
Η κοπέλα με τα χρυσά μάτια ήταν σε ένα άδειο διαμέρισμα˙ το διαμέρισμα τρεμοπαίζει και γίνεται κοιτώνας με όλες τις μοναχές να κοιμούνται΄ η κοπέλα πάει σε ένα καφέ και παίρνει ένα τσάι˙ η καλόγρια Βαλέρια, στο παρελθόν, ξυπνάει ήρεμα την Κλόντια-Νάταλι˙ η κοπέλα βάζει τα κλάματα στο καφέ και τρέχει˙ η μοναχή με τα χρυσά μάτια κλαίει μπροστά της και ο ήχος επιστρέφει στα αυτιά της Νάταλι.
Όλες της οι αισθήσεις δρουν πεντακάθαρα, μα η ίδια δεν μπορεί να ελέγξει τίποτε. Βρίσκονται στο πίσω προαύλιο της μονής τώρα…
Ολομόναχες!
«Σε παρακαλώ! Φοβάμαι να φύγω μόνη, μια ζωή είμαστε μαζί, αγαπημένη μου Κλόντια!» φωνάζει σχεδόν η Βαλέρια, καθώς η καταρρακτώδης βροχή τις ραπίζει και κάνει τα ράσα τους να κολλάνε πάνω στο σώμα τους. Κεραυνοί λάμπουν με ηλεκτρικό γαλάζιο φως, σκίζοντας τον ουρανό με την οργή τους και ακόμη κι αν φωνάζουν, με δυσκολία ακούνε η μία την άλλη.
«Πρέπει να σώσω την ψυχή μου Βαλέρια! Η μητέρα μας ήταν μάγισσα και έχουμε το σημάδι του διαόλου: είμαστε δίδυμες! Μόνο τα μάτια μας ξεχωρίζουν τη μία από την άλλη. Και όχι μόνο αυτό: είμαστε αιμομίκτριες! Θα καούμε στη κόλαση!» ακούει η Νάταλι τη φωνή της να λέει και η ονειρική συνομιλήτριά της, με κάθε λέξη της, είναι σα να πονάει περισσότερο, σα να δέχεται βελόνες στη καρδιά.
«Μη πιστεύεις στα ψέματα που μας ταΐζουν, δεν κάναμε ποτέ τίποτε κακό. Ο Σωτήρας μας δεν δίδαξε την αγάπη; Όλες αυτές οι γριές εκεί μέσα μας ταΐζουν ψέματα και βρωμιές. Σε παρακαλώ, έλα μαζί μου!» της φωνάζει και πάει να την πιάσει από το πρόσωπο για να την φιλήσει, μα η Κλόντια-Νάταλι νιώθει τα χέρια της να απομακρύνουν την αδελφή της.
«Αρκετά Βαλέρια! Δεν θέλω να ακούω άλλες βλασφημίες και δεν θέλω να υποφέρω άλλο. Σε αγαπάω, μα όλο αυτό είναι λάθος. Φύγε!» παγώνουν και οι δύο. «Φύγε και άσε με να υποστώ τις συνέπειες!»
Η κοπέλα με τα χρυσά μάτια σφίγγει αποφασιστικά τα χείλη της, σκουπίζει τα δάκρυά της και πετά την καλύπτρα της στη γη! Μία βροντή σκάει με το που το ύφασμα ακουμπά το χώμα και το σώμα της Νάταλι, πίσω εκεί που κοιμάται, τινάζεται!
Η Κλόντια-Νάταλι βλέπει την αδελφή της να τραβά με λύσσα το σταυρό από το στήθος της και να τον ρίχνει κι αυτόν στη γη! Κι άλλη βροντή και η βροχή λυσσομανά! Η Κλόντια-Νάταλι κάνει ένα βήμα προς τα πίσω όλο ταραχή από την βλασφημία και βλέπει την Βαλέρια να το βάζει στα πόδια.
Και μέσα από την γη αναδύεται ένα αιμάτινο φως και από μικροσκοπικές ρωγμές, ένα κοπάδι από μαύρους τράγους την παίρνει στο κατόπι βελάζοντας, σα να θέλει να κοντράρει με τις φωνές του τον ουρανό!
Άλλη μια αστραπή…
…και η Νάταλι ξυπνάει ουρλιάζοντας!
Κάνει να τιναχτεί, φοβούμενη τους τράγους του εφιάλτη, μα χάνει την ισορροπία της και ανακαλύπτει έντρομη, ότι βρίσκεται όρθια πάνω στο κάγκελο του μπαλκονιού της!
Βροχή κι εδώ και το βρεγμένο κάγκελο γλιστράει κάτω από τις γυμνές πατούσες της!
Ξάφνου πατέρας της σπάει την πόρτα και την πλησιάζει τρέχοντας, καθώς η ίδια νιώθει την γη να την τραβάει προς τα κάτω, μα μια αδιόρατη έλξη να την κρατά για δευτερόλεπτα κοντά στα κάγκελα: σαν ένα αόρατο ζευγάρι χέρια!
Και τότε νιώθει τα χέρια του πατέρα της να την τραβάνε στο εσωτερικό!
Αυτός ο ετεροχρονισμός των δυο εναγκαλισμών την κάνει να τον κοιτά με φόβο και να μην ακούει τι της λέει. Είναι σα να μην καταλαβαίνει τι γλώσσα μιλάει ο μπαμπάς!
Μόλις συνέρχεται αρχίζει να κλαίει και μέσα στα αναφιλητά της λέει: «Συγγνώμη που σε τρόμαξα μπαμπά, συγγνώμη που σε τρόμαξα, δεν το ήθελα, συγγνώμη!»
Την επόμενη μέρα ρώτησε ανάλαφρα αν είχαν τίποτε εικόνες στο σπίτι. Δεν είχαν και τους είπε: ‘’κομπλέ…’’ κοιτώντας το κενό. Όταν ο μπαμπάς αποκάλυψε στη μαμά τι είχε συμβεί, έκατσαν όλοι μαζί να τα πούνε. Η μαμά, λόγω των χαπιών, δεν είχε πάρει πρέφα τίποτε, μα μόλις έμαθε τα σκηνικά της προηγούμενης νύχτας, πλάνταξε στο κλάμα. Την ρώτησαν αν ήθελε να δει κάποιον ειδικό, τους είπε ότι δεν ήθελε να ‘’πετάξουν’’ τα λεφτά τους και ότι δεν ήταν τίποτε, αλήθεια. Η Νάταλι όμως αγόρασε μια κλειδαριά παραπάνω για το παράθυρό της, βάζοντάς την η ίδια. Πήρε και ένα ρόπαλο, για να πλακώσει τον Σατανά στο ξύλο, αν έσκαγε μύτη…
«Πόσο γελοία είμαι;» μονολόγησε, μα άφησε το ρόπαλο, παρ’ όλ’ αυτά σε σημείο που μπορούσε εύκολα να το αρπάξει.
Μα τα οράματα εκείνα τέλειωσαν.
Το σχολείο ξεκίνησε κανονικά, η ίδια είχε βρει την ευδιαθεσία της και όλα φάνταζαν σαν ένα κακό όνειρο, πράγμα που ήταν άλλωστε!
Οι εφιάλτες είχαν φύγει από τον ύπνο της, μα σύντομα θα τους έβρισκε στην πραγματικότητα.
VII. And so it begins…
Τώρα ο χρόνος κυλά κανονικά, είμαστε στο παρόν και εδώ θα μείνουμε μέχρι το τέλος.
Από τότε που τέλειωσαν οι εφιάλτες είχε ξαναγίνει δραστήρια στα μέσα δικτύωσης, οι φίλες της είχαν επιστρέψει στη ζωή της -με κάποια διστακτικότητα στην αρχή βέβαια- η ίδια συμπεριφερόταν σαν άνθρωπος και πάλι (έτσι έλεγε στον εαυτό της) και όλα έμοιαζαν να επιστρέφουν στους φυσιολογικούς ρυθμούς τους.
Τρίτη 8 Νοεμβρίου του 2022, πρωί!
«Ναταλία μου; Να σε πάω εγώ στο σχολείο;» ακούστηκε μια φωνή πίσω από την πόρτα του δωματίου της. Ήταν η μαμά…
«Ρε μαμά, δεν πάω δημοτικό! Καλημέρα!» φώναξε χαρούμενη σε απόκριση και προσπάθησε να ακουστεί νορμάλ. Θα έκανε κοπάνα σήμερα, όλη μέρα, δεν ήθελε να κινήσει υποψίες. Από απουσίες ήταν μια χαρά και άλλωστε ένα διάλειμμα το χρειαζόταν.
«Καλημέρα! Θα σε δω το απόγευμα.» ακούστηκε μελωδική και ευδιάθετη η φωνή της μαμάς και ακολούθησε ο ήχος της κεντρικής εισόδου που έκλεινε.
«Έγινε!» της είπε και περίμενε να ακούσει την μητέρα της να φεύγει για τα καλά. Άκουσε τους ιμάντες του ασανσέρ να τρίζουν και μόλις αναγνώρισε τον ήχο της μηχανής του αυτοκινήτου της να παίρνει μπρος και να απομακρύνεται, σηκώθηκε από το κρεβάτι και άρχισε να ετοιμάζεται.
Έφαγε κανένα δίωρο μέχρι να βρει τι θα βάλει, μα στο ενδιάμεσο έβαζε μουσική στη διαπασών και χοροπήδαγε σα κατσίκι –όχι τράγος, κατσίκι! δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται τραγιά…- ή έβλεπε βίντεο με γλυκούλια ζωάκια στο youtube… Τελικά, όταν είδε ότι η ώρα είχε πάει δέκα και… φόρεσε ένα ξεθωριασμένο μπλουζάκι nirvana (που της είχε ξεμείνει από το γυμνάσιο, δεν τους πολυάκουγε πια), το παλτό της, με κουκούλα που είχε αυτιά γάτας (όπως πάντα το χειμώνα, παρακαλώ!) και μία μίνι φούστα. Διχτυωτό καλσόν και μπότες κωθώνια, το μέηκ απ ήταν έτοιμο από πριν (πρώτο πρώτο πράγμα που έκανε όταν ξυπνούσε, αφότου νιβόταν) και πήρε τη τσάντα της.
Βγήκε αποφασιστικά!
Σήμερα θα πήγαινε για ψώνια!
Το τελευταίο πράγμα που είχε πάρει για τον εαυτό της ήταν εκείνο το ηλίθιο ρόπαλο. Όσα πήρε για το σχολείο, το φροντιστήριο, οι κρέμες και τα λοιπά δεν μετρούσαν!
Σήμερα θα αγόραζε ένα σκασμό ρούχα, είχε κάνει οικονομίες και θα τα σπατάλαγε όλα: θα ένιωθε υπέροχα όταν θα γυρνούσε!
Κατέβηκε στο κέντρο με τα μέσα και ήδη από το μετρό είχε αρχίσει να ιδρώνει. Όσο περπάταγε την Ερμού, η κλασική κωλοζέστη της Αθήνας την πολιορκούσε σε μπαλώματα χρυσαφιάς πυρκαγιάς, ενώ στη σκιά ο ιδρώτας της την πάγωνε. Μία έβγαζε και μία έβαζε το παλτό της.
Αυτό όμως δεν της χάλασε το κέφι: μέχρι να πάει δώδεκα, οι σακούλες μεγάλωναν σε όγκο και πλήθαιναν σε αριθμό, ενώ φτάνοντας προς το Μοναστηράκι -με το δεξί χέρι έτοιμο να ακρωτηριαστεί από το βάρος των νέων της αποκτημάτων- περνούσε το δρόμο αναρτώντας κατάσταση στο facebook.
“Omg, shoppin therapy iz therapy indeed, bitchez!!!” έγραφε, σκεπτόμενη τις μετατροπές που θα έκανε στα ρούχα που είχε πάρει, όταν ξαφνικά άκουσε ένα απότομο φρενάρισμα και μία ώθηση στη πλάτη!
Σα δυο παλάμες να την είχαν σπρώξει!
Σαν δύο αόρατες παλάμες, όμοιες με τα χέρια που την είχαν κρατήσει τη νύχτα του μεγάλου εφιάλτη, μέχρι να έρθει ο μπαμπάς!!!
«Πρόσεχε που πηγαίνεις ρε σούργελο, γαμώ το κέρατό σου, μεσημεριάτικο μπλαμπλαμπλαμπλαμπλα…» άκουσε η Νάταλι, καθώς πράγματι από ένα σημείο και μετά, με το αμάξι να απομακρύνεται, δεν καταλάβαινε άλλες βρισιές. Είχε πέσει με το στήθος πάνω στο πεζοδρόμιο και σηκώθηκε αργά και βογκώντας.
Όταν βεβαιώθηκε ότι ήταν καλά, στο νου της έλαμψαν οι σακούλες της και γύρισε να δει τι είχε συμβεί στα ψώνια της! Σίγουρα θα είχαν πατήσει τις τσάντες και θα είχαν όλα καταστραφ…
Αυτό που είδε την πάγωσε σύγκορμη και στάθηκε σα κεραυνοβολημένη, να κοιτά δίχως να πιστεύει τι βλέπει!
«Σιγά μωρή!»
«Εντάξει, καλά είμαι…»
«Ε ρε πούστη, αυτό το παιδί θα μας πεθάνει!»
«Ωχ, όχι, έχασα άλλο ένα…»
Το ‘’Σιγά μωρή!’’ και το ‘’Ε ρε πούστη, αυτό το παιδί θα μας πεθάνει!’’ το είχε πει ένα ακριβές αντίγραφο της Νάταλι, με δερμάτινες φτερούγες και κόκκινα μάτια! Το ‘’Εντάξει, καλά είμαι…’’ και το ‘’Ωχ, όχι, έχασα άλλο ένα…’’ το είχε πει άλλο ένα ακριβές αντίγραφο της Νάταλι, με πουπουλένιες φτερούγες και ολόλευκα μάτια!
Τα πλάσματα ήταν ολόγυμνα, δίχως αιδοίο, με στήθος λίγο μεγαλύτερο από της Νάταλι και στητό σα πλαστικό, πανέμορφα και τέλεια, σα μοντέλα της Victoria Secret, δίχως εσώρουχα όμως, ενώ κάτι της έλεγε ότι δεν ήταν μοντέλα!
Τα επόμενα αμάξια περνούσαν από μέσα τους, καταστρέφοντας τα ψώνια που είχαν χυθεί στο δρόμο και ο άγγελος κρατούσε ένα πούπουλο με θλίψη –μάλλον εκεί αναφερόταν το ‘’έχασα άλλο ένα…’’- ενώ ο δαίμονας βοηθούσε τη φίλη του να σταθεί στα πόδια της.
Τα δύο άυλα όντα, γύρισαν ταυτόχρονα και με ανησυχία, να δουν πως είναι η Νάταλι τους, για να παγώσουν και αυτά με την σειρά τους.
«Εμ, μας βλέπει;» απόρησε έντρομη η φύλακας-άγγελος της Νάταλι, ανοιγοκλείνοντας ελάχιστα τα χείλη της και δίχως να κινείται, σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να μην τραβήξει την προσοχή του κοριτσιού ή να περάσει απαρατήρητη από το βλέμμα της θνητής.
«Μαλάκα, μας βλέπει!» σχολίασε σοκαρισμένη η φύλακας-δαίμονας της Νάταλι, το ίδιο εμβρόντητη και στον ίδιο τόνο, με τα χέρια της να φαίνονται σα να σφίγγουν το αλαβάστρινο δέρμα της φίλης της.
Η Νάταλι λιποθύμησε…
***
(πρώτη ανάρτηση 21/10/2016)