…kai imouna tou stil ‘’wtf?!wtf!?wtf!?’’ kai etrexa kai i8ela na ourlia3w, ma ena ili8io kommati mou elege ‘’8a se perasoun gia treli mwri malako!’’, les kai to ropalo sto xeri mou itan kati poli normal sto kentro tis a8inas…
(Ηλεκτρονικό ημερολόγιο της Natalie Gautier)
I. Now! Dun DUN DUUUUN!!!!!
«Θα πληρώσετε που σκοτώσατε τη μαμά και τον μπαμπά!» ούρλιαξε η Νάταλι και όρμησε στα νεκρά αδέλφια της, έχοντας βαρεθεί να τρέχει για να τα αποφύγει! Επιτέθηκε και τα είδε να έρχονται κι αυτά κατά πάνω της, δίχως ίχνος τρόμου!
Εμ, σόρι…
II. Rewind!
Μιάμιση ώρα πριν…
«Οκ genius… Αποφάσισες να φύγουμε, τι θα κάνεις μόνη σου εκεί έξω; Δεν είσαι καν ενήλικη!» έκανε η Νατ και η Άλι την έκοψε. Η δαίμονας δεν ήταν τόσο εκνευρισμένη όσο φαινόταν από το τόνο της, μα πιο πολύ ανήσυχη και αγχωμένη. Η άγγελος καταλάβαινε τις ανησυχίες του άλλου της μισού, μα προσπαθούσε να παραμένει γαλήνια.
«Νατ, σταμάτα να είσαι τόσο επιθετική…» πέταξε, για να γυρίσει ανήσυχη στη Νάταλι: «Έχει ένα δίκιο όμως… Τι θα κάνουμε φεύγοντας από το σπίτι;»
«Θα δούμε…» ξεκίνησε διστακτικά η Νάταλι, μα αμέσως πήρε φωτιά και μίλησε όλο ενθουσιασμό: «Θα ξεκινήσω μια ζωή φυγά! Θα κουρευτώ, θα χτυπήσω τατού και θα ζήσω μια μεγάλη περιπέτεια, γεμάτη τύψεις και θλίψη για την ζωή που έχασα…»
Η Νατ και η Άλι την κοιτούσαν αποσβολωμένες, με τα στόματά τους να κρέμονται, σα να μην πιστεύουν όσα είχαν μόλις ακούσει.
«Δεν έχω ακούσει μεγαλύτερη βλακεία!» είπε τελικά η Νατ.
«Δυστυχώς θα συμφωνήσω…» πρόσθεσε η Άλι.
«Και τι άλλο να κάνω;» ξέσπασε η κοπέλα. «Δεν μπορώ να μείνω εδώ, έπειτα από όσα ξέρω και όσα βλέπω! Δεν μπορώ να συμπεριφέρομαι σα να μην τρέχει τίποτε! Ειδικά με τα…» και μόνο που σκέφτηκε τα νεκρά αδέλφια της ανατρίχιασε σύγκορμη.
«Ένα δίκιο το έχει.» έκανε η Άλι στη Νατ.
«Το ξέρω…» συμπλήρωσε η δαίμονας.
«Δε βοηθάτε καθόλου!» τις επέπληξε η Νάταλι και άρχισε να ντύνεται. Οι γονείς της την είχαν καληνυχτίσει, είχαν πάει για ύπνο και το είχε ορκιστεί στον εαυτό της: με το που θα άκουγε ροχαλητά την είχε κάνει από εκεί μέσα!
«Μας ήρθε μια ιδέα!» είπαν μαζί οι φύλακές της.
«Ακούω…» έκανε αδιάφορα η Νάταλι, κουμπώνοντας το μπάγκι παντελόνι της και φορώντας τα άρβυλά της.
«Θυμάσαι το ρόπαλο που είχες πάρει για να πλακώσεις στο ξύλο το Σατανά;» της έκανε η Άλι και η κοπέλα κατένευσε και στράφηκε να την κοιτάξει με ενδιαφέρον.
«Θα είναι λίγο δύσκολο να το κρύβεις, μα ίσως θα μπορούσε να βοηθήσει με τα… Ξέρεις…» πρόσθεσε η Νατ.
«Πώς ακριβώς; Δεν μπορώ να δείρω τα άυλα…» εξήγησε η Νάταλι, δίχως να πιστεύει τα όσα λέει.
«Το δώρο της θείας σου!» έκαναν μαζί η Νατ και η Άλι.
«Ποιο απ όλα;»
«Δεν σου είχε φέρει από το Βατικανό ένα αγιασμένο ροζάριο;»
«Αν το δέσεις στην άκρη του ρόπαλου ίσως να έχει αντίκτυπο πάνω τους!»
«Μα δεν πιστεύω…» τους θύμισε.
«Στο ξανάπαμε, σημασία έχει να πιστεύουν οι εχθροί σου.»
«Και αν οι εχθροί σου είναι άυλοι… σίγουρα πιστεύουν.»
«Εμπιστέψου μας.»
«Γνωρίζουμε από πρώτο χέρι.»
Η Νάταλι επεξεργάστηκε λίγο τις πληροφορίες και αποφασίζοντας ότι δεν είχε τίποτε να χάσει, πήρε το ρόπαλο από το βάθος της ντουλάπας της. Ξέθαψε το ροζάριο από το βάθος των συρταριών του γραφείου και το έδεσε στην άκρη του ρόπαλου.
Έριξε μία με το ρόπαλο και το ροζάριο εκτοξεύτηκε!
«Άχρηστο!»
«Κολλητική…»
«…ταινία ίσως…»
Η κοπέλα ξανατύλιξε το ροζάριο στην άκρη του ροπάλου και έπειτα με κολλητική ταινία –που είχε πεταμένη κάτω από το κρεβάτι- το στερέωσε όσο καλύτερα μπορούσε. Το κούνησε δυο τρεις φορές στον αέρα και σιγουρεύτηκε ότι όλα ήταν καλά.
«Πάμε!»
III. Αντίο…
Έβαλε το φούτερ με τα αυτιά γάτας και πήγε στην κουζίνα, παλεύοντας να μην κάνει θόρυβο. Είδε τη τσάντα της μαμάς. Νιώθοντας αμηχανία γι αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει –δεν της άρεσε να ψάχνει τα πράγματα της μαμάς και του μπαμπά- άνοιξε την τσάντα και πήρε όσα χρήματα βρήκε. Το ίδιο έκανε και με το πορτοφόλι του μπαμπά.
«Σα να είμαι γαμημένο τζάνκι…» ψιθύρισε με αυτοοικτιρμό και η Νατ τη προέτρεψε, λέγοντας δυνατά: «Και τι θα κάνεις, θα ξεκινήσεις ρέστη την μεγάλη περιπέτεια;»
«Μην με ειρωνεύεσαι και μην μιλάς κανονικά!» της ψιθύρισε με νεύρα.
«Δεν με ακούνε!» της έκανε στον ίδιο τόνο με πριν και τύλιξε φουρκισμένη τα μπράτσα της κάτω από το στήθος της.
«Ακόμη δεν συμφωνούμε με όλο αυτό, αλλά τουλάχιστον να είσαι προετοιμασμένη.» πρόσθεσε η Άλι και η κοπέλα κατένευσε. Η Άλι είχε μιλήσει σιγανά, για να την ενθαρρύνει μα και για να την καλμάρει.
Η Νάταλι κίνησε προς την πόρτα, μα ξαφνικά σταμάτησε.
Οι φύλακές της σάστισαν.
«Πρέπει να τους δω μια τελευταία φορά πριν φύγω…» εξηγήθηκε και η Νατ πήγε να πει κάτι περί μελοδραματισμών, μα η Άλι την έκοψε. Αν το πίστευε ότι θα έφευγε για πάντα, ίσως αυτό να ήταν κάποιου είδους αποχαιρετισμός ή από την άλλη, το θέαμα των γονιών της, ίσως να την έφερνε στα συγκαλά της. Και να παρέμενε σπίτι…
Η Νάταλι τις άφησε και πήγε στο δωμάτιο των γονιών. Άνοιξε διστακτικά την πόρτα και τους είδε να κοιμούνται ήρεμα. Δίπλα από την πλευρά του πατέρα της, βρισκόταν ο άγγελός του, θλιμμένος όπως πάντα, ενώ δίπλα από τη μαμά… όλο το τσούρμο της παράνοιας!
Τους παρατήρησε για λίγο, μα αντιλήφθηκε ότι τα νεκρά της αδέλφια την κοιτούσαν με μίσος. Άρχισε να πισωπατά, για να φύγει από το χώρο, όταν το μεγαλύτερο από αυτά, έτρεξε προς το μέρος της.
Η Νάταλι τινάχτηκε για να το αποφύγει και έκοψε το πλάι της παλάμης της στη μεταλλική κλειδαριά, στη γωνία της πόρτας.
Άρχισε να κυλάει αίμα…
Κοίταξε το σκασμένο και το είδε να χαμογελά!
Έριξε άλλη μια ματιά στους γονείς και κρατώντας το χέρι της, μουρμούρισε: «Αντίο…»
IV. Ο σκληρότερος αποχωρισμός!
Μπαίνοντας στο ασανσέρ, η Νάταλι πάλεψε να διώξει την εικόνα που της είχε επιτεθεί, λέγοντας ‘’Αντίο’’. Πάλι η κοπέλα με το όνομα από το απορρυπαντικό είχε πει το ίδιο, πριν αρχίσει η περιπέτειά της λογικά, μα στεκόταν πάνω από ένα μνήμα.!
Ήλπιζε με όλη της τη καρδιά να μην ήταν προμήνυμα για άλλο ένα κοινό σημείο ανάμεσά τους…
Έβγαλε με βάρος την ανάσα από το στήθος της, όσο κατέβαιναν και έπιασε τον εαυτό της να λέει ρυθμικά: «When you ‘re feelin’ sad and low…»
Η Νατ, το έπιασε με την μία, εκπλήσσοντας τη νεαρή, συμπληρώνοντας απευθείας:«We will take you where you gotta go»
Η Άλι χαμογελαστή, είπε τον επόμενο στίχο μελωδικά: «Smiling dancing everything is free»
«All you need is positivity» έκανε η Νάταλι με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά και μπήκαν μαζί στο ρεφρέν, χορεύοντας, καθώς το κουβούκλιο κατέβαινε! Ψιθύριζε τα λόγια, να μη σηκώσουν όλη τη πολυκατοικία στο πόδι, μα η Νάταλι ήθελε να ξεσπάσει στα γέλια!
Ένιωθε υπέροχα!
Ήταν δεκαεφτά που να πάρει, η ζωή της ήταν τέλεια και θα συνέχιζε να είναι τέλεια! Μόνο ένα σαμαράκι στο δρόμο της τελειότητας ήταν το αποψινό! Είχε τις πιο γαμάτες φύλακες και την ήξεραν καλύτερα από οποιαδήποτε κολλητή της. Και ειδικά με αυτό που συνέβαινε τώρα, το καταλάβαινε πια: μπορεί να μην είχαν την ικανότητα να μπουν στο μυαλό της, μα ήταν μαζί της από τη κούνια. Χα, από τη μήτρα!
Πόσο τέλειο ήταν αυτό;
Πλησίαζαν στο ισόγειο, οπότε αποφάσισε να σοβαρευτεί. Γύρισε με απειλητικό ύφος στη πόρτα, έτοιμη για την περιπέτειά της, με τις φύλακες να σιωπούν πίσω της. Ήταν σίγουρη ότι είχαν το ίδιο ύφος.
Όσο για το κομμάτι…
Ήταν πέντε χρονών και η μαμά την είχε πετύχει να βλέπει ζουζούνια στο ίντερνετ. ‘’Ο Χριστός και η Παναγία!’’ είχε αναφωνήσει, είχε μπει μπροστά της και πληκτρολογώντας, της είχε βάλει ένα βίντεο, λέγοντας: ‘’Αυτό θες να ακούσεις, εμπιστέψου με Ναταλάκι μου!’’ και της είχε χαϊδέψει τα μαλλιά. Έκτοτε αυτή η μπάντα ήταν από τις αγαπημένες της, μα μπαίνοντας στη γκοθ ζωή (δεν ήταν φάση, ποτέ δεν είναι ΦΑΣΗ!!!) ήταν πλέον μία ένοχη απόλαυση. Καμία φίλη της δεν ήξερε ότι της άρεσε αυτό το κοριτσίστικο γκρουπ, μα μία από τις τραγουδίστριες ήταν και ο λόγος που από πιτσιρίκα ήθελε να ασχοληθεί με την μόδα. Η μπάντα την είχε μάθει από τα μικράτα της τι είναι girl power, ποια είναι η δύναμη της θετικής σκέψης, τι σημαίνει να απολαμβάνεις την ζωή και πώς μπορείς να κατακτήσεις τον κόσμο άμα είσαι γυναίκα, ανεξάρτητα από το τι πιστεύουν οι στενόμυαλες μάζες.
Φυσικά η μπάντα ήταν οι Spice Girls και ένα από τα πρώτα της είδωλα η Βικτώρια. Η κομψή της μπάντας που ασχολήθηκε εν τέλει με την μόδα, είχε κάνει και την ίδια να ψάξει και να αγαπήσει το χώρο της μόδας…
Άνοιξε η πόρτα του ασανσέρ και η Νάταλι στράφηκε στις φύλακές της εμπιστευτικά: «Αυτό που μόλις συνέβη, θα μείνει μεταξύ μας.»
«Δε μας βλέπει κανείς…» ξεκίνησε η Νατ.
«…άλλος, το ξέχασες;» συμπλήρωσε η Άλι και η Νάταλι χαμογέλασε.
Βγαίνοντας από την πολυκατοικία στο δρόμο, ένιωσε… ανάλαφρη!
Ο νυχτερινός αέρας της χάιδεψε το πρόσωπο και η υγρασία την έκανε να ανασάνει μια δροσιά που την ξύπνησε και την γέμισε ενέργεια. Δεν ένιωθε θλίψη πια, ούτε κούραση, μόνο την διάθεση να απομακρυνθεί όσο το δυνατόν περισσότερο από το πατρικό της.
Άρχισε να κατεβαίνει το δρόμο, αφήνοντας το σπίτι πίσω της, ανεμίζοντας αμέριμνα το ρόπαλό της. Ήταν με την αναρώτηση του πού θα πήγαινε, όταν από πίσω της άκουσε έναν ήχο που την έκανε να χαμογελάσει, μα και να απορήσει παράλληλα: για κάποιο λόγο στο μυαλό της αποκρυπτογραφήθηκε σα δυο ντουζίνες μπριζόλες να πέφτουν στη γη με δύναμη!
Ο ήχος ήταν σίγουρα από κρεατικό που σκάει στην άσφαλτο!
Γύρισε χαμογελαστή για να δει τι συνέβη και το χαμόγελο έσβησε μεμιάς από το θέαμα: ο πατέρας της είχε προσγειωθεί στο δρόμο! Μέχρι να προλάβει να το επεξεργαστεί, άκουσε μια πνιχτή κραυγή και κοιτώντας πάνω, στον πέμπτο όροφο όπου έμενε, είδε την μητέρα της να πετάγεται κι αυτή από το μπαλκόνι!
Η πρόσκρουση ήταν δίπλα από τον πατέρα της και ήταν και αυτή θανατηφόρα!
Δύο άμορφες μάζες κρέατος που άλλοτε ήταν οι αγαπημένοι της άνθρωποι!
«Ω Θεέ μου!» έκανε η Νάταλι και με την ανάσα να της κόβεται από το σοκ, έφερε τα χέρια της στο στόμα της, με το ρόπαλο να πέφτει στη γη, όντας ασήκωτο πια. Άρχισε να τρέμει ολόκληρη και να δυσκολεύεται να ανασάνει. Αυτό που έβλεπαν τα μάτια της πολιορκούσε όλο της το είναι!
«Νάταλι;» άκουσε τις φύλακές της να λένε ομόφωνα και της έδειξαν το μπαλκόνι. Η κοπέλα, αν και ίσα που τις άκουσε, κοίταξε…
… και είδε τα νεκρά της αδέλφια να έχουν ορμήσει έξι σε κάθε φύλακα των γονιών της! Ο άγγελος του μπαμπά και η δαιμόνισα της μαμάς ξεσκίζονταν από τα άκρα των τεράτων. Ένα από αυτά, με ένα αρρωστημένο χαμόγελο στο μισά σχηματισμένο πρόσωπό του, εντόπισε τη Νάταλι και άρχισε να μιλάει στα αδέλφια του.
«Πρέπει…»
«…να φύγουμε!»
Μα η Νάταλι κοιτούσε μια τα ‘’αδέλφια’’ της και μία τα πτώματα στο κράσπεδο, νιώθοντας ότι δεν μπορεί να πάει πουθενά! Ένιωσε την Νατ και την Άλι να την τραβούν, μα φυσικά, το άγγιγμά τους ήταν ανεπαίσθητο…
«Τρέχα που να πάρει!» είπε η Νατ.
«Νάταλι πρέπει να φύγουμε!» πρόσθεσε η Άλι.
Και τότε είδαν τα νεκρά της αδέλφια να έρχονται κατά πάνω τους!
Η Νάταλι βούτηξε το ρόπαλό της από τη γη, γύρισε την πλάτη της στα κουφάρια των γονιών της και το έβαλε στα πόδια!
V. Παίρνοντας από τα αβάπτιστα, το βάπτισμα του πυρός…
Έτρεχε λες και η κόλαση είχε ξεχυθεί στο κατόπι της και ναι, αυτό συνέβαινε!
Όποτε κοιτούσε πίσω της, έβλεπε τις τερατουργίες που είχαν ξηλωθεί από τη μήτρα της μαμάς, να είναι επί ποδός. Άλλα γέλαγαν, άλλα ούρλιαζαν, άλλα απλά ρουθούνιζαν. Κάποια με ουλές από την απόξεση, κάποια με τριγωνικά πόδια να τριποδίζουν σπασμωδικά, κάποια να πιπιλούν τους ομφάλιούς τους και κάποια, άμορφα ακόμη, με τριγωνικά κεφάλια που είχαν είτε μόνο ένα ρουθούνι, είτε μόνο ένα μάτι, είτε απλά ένα στόμα με δόντια σα σπασμένα γυαλιά.
Η Νάταλι δε πίστευε αυτό τον εφιάλτη, ήταν πραγματικά βουτιά στα βαθιά!
Όποτε σκεφτόταν το θέαμα των νεκρών γονιών της, δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια της, θολώνοντάς της την οπτική, μα τα σκούπιζε και επιτάχυνε. Μα όσο κι αν έτρεχε, εκείνα ήταν στο κατόπι της!
Και κανείς δεν έβλεπε αυτή τη παράνοια, ήταν η μόνη που καταλάβαινε τι συνέβαινε και αυτό μπορούσε να την οδηγήσει στη πραγματική τρέλα. Δε μπορούσε να ζητήσει βοήθεια από κανέναν και αυτό απλά ενέτεινε το πανικό και την απελπισία της.
Είχε βγει στη κεντρική λεωφόρο και πέφτοντας πάνω στους περαστικούς, έβλεπε τους αγγέλους ή τους δαίμονες, που ήταν φύλακες των θνητών, να παρεξηγούνται από τη σύγκρουση, μα έπειτα να σοκάρονται από το θέαμα των νεκρών παιδιών.
Δίχως να το έχει καταλάβει, ασυναίσθητα, κίνησε για το μετρό.
Είδε να κατεβάζουν τα ρολά και συνειδητοποίησε ότι η ώρα θα ήταν μία και μισή. Τέτοια ώρα έκλεινε τα τελευταία δύο χρόνια. Πάνω στη φούρια της, συγκρούστηκε με το φύλακα του σταθμού και σωριάστηκαν και οι δυο στη γη. Το ρόπαλό της έφυγε από τα χέρια της και κουδούνισε στο μωσαϊκό.
Ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον φύλακα άγγελο του υπαλλήλου, ο οποίος είχε απλωθεί σα στρώμα κάτω από το θνητό του, όπως ο θνητός του είχε απλωθεί σα στρώμα κάτω από τη Νάταλι. Ο εκνευρισμός του άυλου όντως, έγινε απορία, όταν συνειδητοποίησε ότι είχαν οπτική επαφή με τη κοπέλα!
Η Νάταλι ένιωσε τα χέρια των φυλάκων της στους ώμους της, πιο γερά από ποτέ και με μία ώθησή τους σηκώθηκε όρθια. Η Νάτ της έδωσε το ρόπαλο και η Άλι είπε στο φύλακα άγγελο του σταθμάρχη: «Κάνε κάτι!»
«Εμ ναι!» έκανε το ξαφνιασμένο ον και έχοντας αφήσει το σαστισμένο άνθρωπό του να κοιτά αποσβολωμένος μόνο την έφηβη, ο άγγελος έκλεισε τα ρολά.
Ο σταθμάρχης στράφηκε προς τα ρολά που κατέβαιναν μόνα τους!
«Τι στο…» μονολόγησε, μα δεν έβλεπε τον άγγελό του να ευλογεί τα κάγκελα για να μην περάσουν τα αμβλωμένα!
Εις μάτην…
Η Νάταλι έτρεξε προς τις αποβάθρες, όταν άκουσε από πίσω της τα ουρλιαχτά του άντρα και την κραυγή θλίψης του αγγέλου του.
Πάγωσε στη θέση της.
«Πώς έγινε αυτό;» απόρησε με το πανικό να τη κατακλύζει, θεωρώντας ότι δε μπορούσαν να φθείρουν άλλους τα αδέλφια της.
«Λογικά θα λούστηκαν από το αίμα των γωνιών σου…» έκανε η Νατ.
«…ανόσια διαδικασία μα σταδιακά θα παίρνουν υπόσταση!» πρόσθεσε η Άλι.
«Με δουλεύετε;!» σχεδόν ούρλιαξε και οι φύλακές της, κοίταξαν έντρομες πίσω της.
Η Νάταλι γύρισε και τα είδε, μισά υλοποιημένα μισά άυλα.
«Όσο λούζονται με αίμα, θα ισχυροποιούνται!» έκαναν οι φύλακες και η Νάταλι κυριολεκτικά ξεχύθηκε για τις αποβάθρες. Κατέβηκε τρία τρία τα σκαλιά στις μεταλλικές κυλιόμενες που ήταν σταματημένες και στα καπάκια έκατσε πάνω στη μεταλλική μπάρα των επόμενων σκαλοπατιών και κύλισε στην αποβάθρα.
Δίχως να το σκεφτεί, πήδηξε με τη μία στις γραμμές!
«Ωχ Παναγία μου!» μονολόγησε, ξεθεωμένη και λαχανιασμένη όσο ποτέ.
«Να-να-ίίίί» άκουσε από πίσω, μωρουδίστικα, μια παρωδία του ονόματός της και παρά τις ολόλευκες λάμπες φθορίου, ανατρίχιασε ολόκληρη.
Σα να το προκάλεσε η ίδια, σκεπτόμενη το φως, ξάφνου οι λάμπες έσβησαν!
«Δε μας γαμάτε νυχτιάτικο…» μονολόγησε και άρχισε να τρέχει προς την Ομόνοια. Οι ράγες, σα ξαπλωμένες σκαλωσιές, έκαναν δύσκολο το να επιταχύνει, καθώς έπρεπε να προσέχει μη περδικλωθεί!
Μόλις το βλέμμα της έπεσε στο πλάι της, στο τσιμεντένιο διάδρομο, αναλογίστηκε να ανέβει εκεί, μα αυτή η στιγμιαία αποχώρηση του βλέμματός της από το σημείο που περπατούσε την έκανε να πέσει.
Η Άλι βρέθηκε από κάτω της, μα η σύγκρουση και πάλι έτσουξε!
«Θενξ…» έκανε και πήγε να σηκωθεί, όταν άκουσε πάλι από πίσω της γελάκια…
«Να-να-ίίίί» Τα κωλόπαιδα ήταν πίσω της και ξάφνου η ίδια συνειδητοποίησε ότι είχε μπλέξει άσχημα: όχι μόνο με έναν παραφυσικό κόσμο, μα και με τους νόμους του δικού της κόσμου!
Όχι μόνο θα τη θεωρούσαν υπεύθυνη για το θάνατο των γονιών της, μα αν το γλίτωνε αυτό, τότε σίγουρα για το θάνατο του σταθμάρχη. Δε θα μπορούσε να εξηγηθεί αλλιώς ο θάνατός του!
Σηκώθηκε τσατισμένη, μα με το φόβο να υπάρχει ακόμα μέσα της.
Στράφηκε αποφασισμένη να τα αντιμετωπίσει!
«Ελάτε ρε γαμημένα!» φώναξε μέσα στην οργή. «Θα πληρώσετε που σκοτώσατε τη μαμά και τον μπαμπά!» πρόσθεσε και το πρώτο της όρμησε. Στον αέρα το είδε να γίνεται εξ ολοκλήρου υλικό πια και μεμιάς, η κοπέλα του έριξε μία με το ρόπαλο στο κεφάλι, στέλνοντάς το στον τοίχο πλάι της. Σα να ήταν κατσαρίδα, το πλησίασε και συνέχισε να το χτυπά, θέλοντας να το λιώσει ολάκερο.
Και τότε άκουσε το ουρλιαχτό μιας κόρνας και ένιωσε τα μέταλλα της σήραγγας να στριγκλίζουν!
Ερχόταν τρένο!
Η Νάταλι, δε το περίμενε και δίχως να το έχει πάρει πρέφα νωρίτερα -είχε κλειστά τα φώτα με τα δρομολόγια πλέον να έχουν τελειώσει- πήδηξε στο τσιμεντέντιο διάδρομο και είδε τα αγέννητα να πηδάνε στη δίπλα σήραγγα, φοβούμενα πλέον, μιας που είχαν σάρκα.
Ο ηλεκτρισμός χάιδευε ακόμη το μέταλλο, όταν η Νάταλι, πάνω από το ψοφάρι του ενός από την αδελφότητα, είδε όλα τα νεκρόπαιδα να της ορμάνε και να την καλύπτουν!
Έντεκα ψοφίμια πάνω σε μία θνητή!
«Όχι το Ναταλάκι ρε μουνιά!» ούρλιαξαν οι φύλακές της ταυτόχρονα –με την Άλι να μην λέει την τελευταία λέξη- και έσπευσαν να την σώσουν. Βούτηξαν τα νεκρά αδέλφια της νεαρής από το σβέρκο και τα πέταξαν μακριά ένα ένα.
Η Νάταλι σηκώθηκε και όρμησε στο κοντινότερο. Του έλιωσε το κεφάλι και το επόμενο το χτύπησε στο σβέρκο, μια στιγμή πριν το γαμίδι πιάσει τη φτερούγα της Άλι.
Έκανε να τρέξει προς τα μπρος, μα οι ηλίθιες ράγες το έκαναν δύσκολο, οπότε πέρασε τη διαχωριστική κίτρινη μπάρα και μπήκε στις ράγες της αντίθετης κατεύθυνσης. Είδε άλλα δύο να έρχονται κατά πάνω της και ένιωσε πάλι της ράγες να τρέμουν.
…θα λούστηκαν από το αίμα των γονιών σου…
Σκέφτηκε και πλημύρισε από οργή. Τους έσπασε τα πόδια με γρήγορα χτυπήματα που είχαν όλη τη δύναμή της και ετοιμάστηκε να απομακρυνθεί για να τα δει χαιρέκακα να γίνονται αλοιφή από το τρένο.
Μα πάνω που πήγε να κάνει βήμα σωριάστηκε!
Το πόδι της είχε στριμωχτεί κάτω από το μέταλλο της ράγας και το ένα από τα ανάπηρα νεκρόπαιδα της κράταγε τον αστράγαλο που είχε νωρίτερα στραμπουλίξει, γδέρνοντάς της με τα νύχια τη μπότα.
«Νατ, Άλι!» φώναξε η Νάταλι και οι ράγες δονούνταν τώρα πιο έντονα!
Είδε το τρένο να πλησιάζει και έκλεισε τα μάτια της!
Το άκουσε να ουρλιάζει και να τη προσπερνά και ανοίγοντας τα μάτια της είδε ότι οι φύλακές της την είχαν αρπάξει και την είχαν πάει στη δίπλα γραμμή. Το άγγιγμά τους ακόμα ισχυρότερο από πριν, μάλλον λόγω της επικινδυνότητας της περίστασης!!!
Η Νάταλι κοίταξε το τρένο και όταν όλα τα βαγόνια χάθηκαν και η ίδια συνήλθε από το σοκ, είδε ένα ροζ-πορτοκαλί κιμά, στο σημείο που ήταν τα βρωμόπαιδά.
Γύρισε προς το σταθμό και είδε την Νατ και την Άλι να στέκουν φρουροί, ανάμεσα στην ίδια και τα εναπομείναντα αδέλφια της.
«Κάντε στην άκρη!» τους είπε και τις είδε με ένα άλμα-πτήση να πηγαίνουν πίσω της. Η ίδια έπεσε σε παροξυσμό! Ότι έβλεπε το κοπανούσε! Άκουσε άλλο ένα τρένο να έρχεται και να ανάβει τα φώτα, άφησε το ρόπαλο στη γη και βούτηξε από το λαιμό δύο πιτσιρίκια. Τα πέταξε στη μούρη του πρώτου βαγονιού και άρπαξε το ρόπαλο.
Στράφηκε προς τους εχθρούς της.
Δύο είχαν μείνει…
Την κοιτούσαν σαστισμένα: ένα κοριτσάκι με ένα μάτι και ένα ατροφικό χέρι και ένα τυφλό αγοράκι με ένα ρουθούνι και ένα στόμα που έχασκε. Το δεύτερο μάλιστα, κρατούσε το πρώτο από το φορεματάκι του γιατί δεν έβλεπε.
Η Νάταλι άρχισε να πλησιάζει αργά.
«Ten down, two to go…» είπε απειλητικά, νιώθοντας αήττητη.
Το κοριτσάκι, πήρε αγκαλιά τον αδελφό της και το έβαλε στα πόδια.
Τα κυνήγησε μέχρι τη μέση της διαδρομής για την Ομόνοια!
VI. Ένα ευχάριστο διάλλειμα…
«Άντε να πηγαίνω σπίτι μ’, γαμώ τη ζωή μ’, να δω καμιά Πάνια και να ξεραθώ σα κούτσουρο.» Το ‘’χρυσό κουφέτο’’ είχε επιστρέψει στο σταρ μετά από είκοσι πέντε χρόνια και ο ίδιος το έβλεπε πάντα σε επανάληψη που να πάρει. Βέβαια σκέφτηκε ότι το ιδανικό θα ήταν να τον έμπηγε στην Έφη, μα εκείνη μάλλον θα κοιμόταν, η δουλειά στο σουβλατζίδικο ήταν εξοντωτική. Δε τον ένοιαζε όμως! Θα τη ξύπναγε και θα της τον έχωνε, ήτο άντρα και θα το έδειχνε, να ‘ουμ’ ας ‘ουμ’!
«Σα την άδικη κατάρα, τελευταία δρομολόγια και τα τούτα και τα κείνα και μαλακί…» ο Λάμπης Μάνικας, ο οδηγός του τελευταίου μετρό, είδε κάτι δραστήριες σκιές και αποφάσισε να ανάψει τα φώτα.
Είδε ένα νεαρό κορίτσι, να δέρνει με ένα ρόπαλο κάποια γουρούνια!
Κάποια από αυτά τα γουρούνια ήταν στα δύο τους πόδια και.. Όχι, ώπα! Δεν ήταν γουρούνια! Ήταν πορτοκαλορόζ, μα φορούσαν κουρέλια. Παιδιά;
Μέχρι να προλάβει να απορήσει, ήταν στο τσακ να τα προσπεράσει, όταν είδε τη κοπέλα να τσεκάρει ότι την πλησίαζε, να βουτά δύο γουρούνια-παιδιά και να του τα πετάει στο καντράν!
Ο Λάμπης ούρλιαξε σα γυναικούλα!
VII. O ubermensch κοντοζυγώνει!
Με την Νάταλι να μάχεται κάπου υπόγεια, κάποιος την αντιλήφθηκε, κάπου υπέργεια!
Μία πτήση για το Ελευθέριος Βενιζέλος από την Αμερική, είχε έναν συγκεκριμένο επιβάτη, ο οποίος τους τελευταίους τρεις μήνες την αναζητούσε, έπειτα από εντολές ενός απεσταλμένου, του άρχοντα της Κόλασης αυτοπροσώπος!
Αν την έβρισκε και την έσφαζε, θα του δίνονταν όλα όσα ονειρευόταν μια ζωή και αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει κάθε μέρα. Τόσο καιρό δεν είχε ιδέα ποια έψαχνε, μόνο ότι ήταν στην Ελλάδα και άκουγε στο όνομα Νάταλι…
Απόψε όμως αυτό είχε αλλάξει…
Την ένιωθε έντονα!
Είδε την αεροσυνοδό να πλησιάζει διστακτικά και ήξερε τι σκεφτόταν. Πώς ήταν αυτός στη πρώτη θέση; Νευρικά μυώδης, μούσι μέχρι το στήθος και μαλλί πάρα πολύ κοντό, γκριζαρισμένα και τα δύο. Καμπαρτίνα, κουστούμι και άρβυλα ένα στάδιο προτού να λιώσουν.
Είπε να την φρικάρει λίγο…
«Θα θέλατε τίποτα άλλο κύριε;» ρώτησε ευδιάθετα η αεροσυνοδός.
«Μονάχα ένα ποτηράκι ουίσκι. Ξέρεις, μόλις ήρθα από την αμέσως επόμενη φλούδα και είμαι ξεθεωμένος.» έκανε χαμογελαστός, σα να μιλάει για κουραστικές δουλειές, έχοντας μόλις αποκαλύψει σε έναν Ανόητο, με μία μόλις πρόταση, μυστικά για τη Γαία, καθώς και τα βαθύτερα πιστεύω του.
«Παρακαλώ;»
«Ω τίποτα.» έκανε δήθεν αδιάφορα. Και συμπλήρωσε στον ίδιο τόνο, χαμογελαστός σα μπίζνες μαν. «Απλά η αμέσως διπλανή φλούδα είναι σε πανδημία, μα είμαστε ακριβώς μία φλούδα πριν.» έκανε μια εκτίμηση σα να μιλάει για μετοχές και πρόσθεσε: «Σας δίνω δέκα χρόνια…»
«Φοβάμαι ότι δεν καταλαβαίνω, μα ορίστε το ποτό σας.»
‘’Δίχως Νόηση, θνητή και ηλίθια…’’ σκέφτηκε και όσο ευχαριστούσε την Ανόητη αεροσυνοδό για το ποτηράκι με το ουίσκι που του έδινε, ο Πλάνσυ, ένιωσε τα γόνατά του να τρέμουν σαν από μόνα τους! Το τρέμουλο ανέβηκε μέχρι τον αφαλό του και με κίνδυνο να χυθεί το ποτό του, το έβαλε γρήγορα στο τραπεζάκι μπροστά του.
Καθησύχασε την έντρομη αεροσυνοδό και όταν εκείνη έφυγε, ο ίδιος πάλεψε να μη ξεσπάσει σε υστερικά γέλια: η κοπέλα ήταν κοντά, ζύγωνε τον στόχο του!
Μεταξύ πολλών άλλων, ο Πλάνσυ ήταν και σωματοσκόπος, δηλαδή το σώμα του του υποδείκνυε πόσο κοντά ή μακριά είναι από τον στόχο του. Το κέντρο του σώματός του, ο αφαλός, ήταν το σημείο που βρισκόταν ο ίδιος. Τώρα όμως το τρέμουλο είχε ξεκινήσει από τα γόνατα.
Χρειαζόταν έναν χάρτη!
Ο άντρας σηκώθηκε, αγνοώντας την προειδοποίηση ότι σε λίγη ώρα προσγειώνονταν και πήγε προς την τουαλέτα. Περνώντας από ένα συγκεκριμένο κάθισμα, η παλάμη του τον έκαψε και την άφησε να τον κατευθύνει. Άρπαξε έναν χάρτη από τη τσάντα ενός επιβάτη που κοιμόταν και μπήκε στο μπάνιο.
Ξετύλιξε τον χάρτη της Αττικής και έβαλε το σημείο του αεροδρομίου στον αφαλό του –παλαιότερα γδυνόταν μα όχι πια. Άρχισε να γυρνά τον χάρτη και όταν τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν και πάλι, είδε ότι η περιοχή ονομαζόταν Ομόνοια.
«Χα, μόνο αυτό δεν θα είναι για τη Νάταλι!» μονολόγησε, γραπωμένος από το νιπτήρα από το έντονο τρέμουλο, γνωρίζοντας άπταιστα τα ελληνικά, όντας μία από τις 70 γλώσσες και διαλέκτους που μιλούσε.
Επέστρεψε στο κάθισμά του χαμογελαστός…
Δεν επέστρεψε όμως τον χάρτη στον κάτοχό του!
VIΙI. Το μόνο πράγμα που έλειπε για να κλείσει ένα υπέροχο βράδυ…
Κάποια στιγμή κουράστηκε να τα κυνηγάει.
Έπεσε βαριά στο τσιμεντένιο διάδρομο, με το τοίχο στη πλάτη της και αναλύθηκε σε λυγμούς. Η Νατ και η Άλι την αγκάλιασαν και αυτή τη φορά τις ένιωθε, μα δεν την ηρεμούσε καθόλου αυτό. Μπορεί τότε, στο μπάνιο του σχολείου να ένιωθε αβοήθητη και να μην ήξερε ότι τις είχε πλάι της, μα τώρα με το συγκεκριμένο αληθινό και τιτάνιο πρόβλημα ήταν πολύ χειρότερα.
Να τις έχει και να μη τη καταπραΰνουν…
Την άφησαν να κλάψει και αυτό χρειαζόταν πραγματικά. Οι γονείς ήταν νεκροί που να πάρει. Κι εκείνη μια στιγμή πριν τραγούδαγε spice girls και μια στιγμή μετά έδερνε τις εκτρώσεις της μαμάς. Δεν είχε ονειρευτεί έτσι το θάνατό τους. Ούτε τελευταία αντίο, ούτε να φύγουν ήρεμα στο ύπνο τους…
«Σκατά!» είπε η Νάταλι και σκούπισε στο μανίκι της τα δάκρια και τις μύξες της. Η Νατ και η Άλι ήταν σιωπηλές.
Τις κοίταξε.
Απέφυγαν το βλέμμα της, δεν ήξεραν τι να πουν. Οι φτερούγες τους είχαν κρεμάσει από θλίψη. Κάθονταν κι εκείνες οκλαδόν πλάι της και ακουμπούσε η καθεμιά από ένα γόνατό της Νάταλι, χαϊδεύοντάς την καθησυχαστικά.
«Λέτε το αίμα μου να τα ξύπνησε;»
Ένευσαν.
«Οπότε αν δεν έφευγα ίσως όλα αυτά να μη συνέβαιναν;»
Ανασήκωσαν τους ώμους.
Ακολούθησε σιωπή.
«Τι κάν…»
«…ουμε τώρα;» την ρώτησαν ζητώντας κατευθύνσεις. Μπορεί να ήταν οι άυλοι σωματοφύλακές της, μα εκείνη ήταν το αφεντικό.
Η Νάταλι το σκέφτηκε λίγο, με τη μορφή της να σοβαρεύει απόλυτα.
«Σκοτώνουμε τα δύο που μείνανε, βρίσκουμε αυτή τη Λενόρ και μετά βλέπουμε. Το σχέδιο μένει ως έχει!» έκανε αποφασιστικά.
«Αυτή είσαι!» ενθουσιάστηκε η Νατ και την έπιασε φιλικά από τον ώμο.
«Μάχιμο πνεύμα, εύγε!» ενέκρινε και η Άλι πιάνοντας τον άλλο ώμο.
«They took an inch…» ξεκίνησε μελωδικά η δαίμονας.
«…you ‘ll run a mile!» συμπλήρωσε η άγγελος και της έκλεισε το μάτι.
Η Νάταλι χαμογέλασε κουρασμένα.
Είχαν αλλάξει τους στίχους του stop από την γνωστή-μπάντα-ένοχη-απόλαυση! Άρχισε να σηκώνεται, νιώθοντας κάποια σιγουριά που τις είχε μαζί και ξεκίνησε να λέει: «Δεν είπαμε ότι…»
«ΣΤΟΟΟΟΟΠ!» ακούστηκε ένα ουρλιαχτό από την κατεύθυνση του σταθμού της Ομόνοιας, σα να το είχαν προκαλέσει με την επιλογή του κομματιού.
Η Νάταλι σάστισε!
Ένας λιπόσαρκος σαραντάρης, μαζί με πέντε μπάτσους, έτρεχε προς το μέρος της. Ήταν ο μόνος δραστήριος και φοβισμένος, οι άλλοι σα να βαριούνταν. Ο μεσήλικας άρχισε να τρέχει ασθμαίνοντας. Για κάποιο λόγο, όλοι είχαν φύλακες άγγελους και αυτό έκανε εντύπωση στη Νάταλι, έπειτα από όσα είχε περάσει.
«Ρε Λάμπη, είναι μόνο ένα κοριτσάκι! Τι ουρλιάζεις;» του έκανε ένας από τους αστυνομικούς, μάλλον ο αρχηγός. Ο μόνος με ξύπνια και καλοκάγαθη έκφραση.
«Κοιτάξτε το ρόπαλο, κύριε πολιτσμάνε μου, κοιτάξτε το! Σκότωνε τα σατανογούρουνα να ουμ, ας ουμ!» ούρλιαξε ο Λάμπης και ο φακός έπεσε πάνω στο ρόπαλο της Νάταλι.
Η κοπέλα είχε σαστίσει.
Ακούστηκαν παράσιτα από τον ασύρματο.
«Πιάνει δω χάμω, μωρ μπράβο!» θαύμασε ο Λάμπης Μάνικας και το ‘’όργανο’’ πάτησε το διακόπτη.
«Ναταλία Ψυχάρη, δεκαεφτά ετών, διπλή ανθρωποκτονία. Την είδαν με ρόπαλο και…» ο μπάτσος δε περίμενε άλλο, έβαλε τον ασύρματο στη τσέπη του και όλη η ομάδα τη σημάδεψε με όπλα.
Η Νάταλι παράλυσε από το τρόμο!
«Μπορείτε να με κάνετε να λιποθυμήσω;» μουρμούρισε στις φύλακές της, με την ταχυκαρδία να κάνει το κεφάλι της να βουίζει και ο πανικός να χτυπά κόκκινο.
«Μη μιλάς πόρνη!» ούρλιαξε ένας από την ομάδα, που δε την είχε ακούσει καν.
«Ρε συ!» έκανε ο πρώτος αστυνομικός, που δεν είχε τραβήξει ακόμα όπλο.
«Βούλωστο!» κραύγασε ένας άλλος.
«Ρε!» πάλι ο πρώτος, αυτός με το ασύρματο, ο νορμάλ.
«Πέτα το γαμημένο το ρόπαλο!» στρίγκλισε ένας τρίτος.
«Ρε μαλάκες!» φώναξε επιτέλους ο αρχηγός της ομάδας. «Ένα πιτσιρίκι είναι μόνο!»
Η Νάταλι ένιωσε τα χέρια των προστάτριών της στο κεφάλι της και έχασε τις αισθήσεις της. Το τελευταίο πράγμα που άκουσε, πριν νιώσει κάπου μακριά το σώμα της να ακουμπά το έδαφος, ήταν πάλι ο καλοκάγαθος μπάτσος.
«Κουβαλάτε τώρα μαλ…»
***
πρώτη ανάρτηση 25/9/2017