20/2/2021
Ο Μίλτος μπήκε στο διαμέρισμα και πέταξε τα κλειδιά στο τραπεζάκι. Ο χώρος βρωμούσε κλεισούρα, τσιγαρίλα και μια ακόμα μυρωδιά που δεν ήξερε αν ερχόταν από τις κάλτσες στο πάτωμα ή από τις μασχάλες του. Συνοφρυώθηκε και στάθηκε για μια στιγμή μπροστά από την κλειστή τζαμαρία με τα παλιά περιοδικά και κόμικς στο χολ του. Η μούρη του ήταν σκατά. Το μαλλί του είχε μακρύνει και τα μούσια ακόμα περισσότερο. Μερικά σπυράκια είχαν κάνει την εμφάνισή τους -το πάθαινε αυτό όταν αγχωνόταν για μέρες- και τα τετράγωνα κοκάλινα γυαλιά του γλιστρούσαν πάνω στην λιπαρή του μύτη.
Έβγαλε επιδεικτικά την γλώσσα στο είδωλο του και πήγε να αφήσει τα ψώνια στην κουζίνα. Όταν γύρισε στο σαλόνι, κοίταξε τον χώρο ερωτηματικά και είπε:
«1424 κρούσματα σήμερα, αλλά τι σημασία έχει;»
Μια μορφή άρχισε να εμφανίζεται πίσω από την πλάτη του καναπέ. Μια μορφή που έμοιαζε αυτόφωτη και χάρτινη στην όψη. Το μικρό πλάσμα δεν ήταν μεγαλύτερο από μια τοστιέρα. Ένα τετράγωνο σώμα με τέσσερα άκρα δίχως δάκτυλα, στάθηκε όρθιο μπροστά του. Ήταν μαύρο εκτός από ένα ορθογωνικό λευκό κομμάτι που δημιουργούσε το πρόσωπό του. Οι δυο τελείες που είχε για μάτια αναβόσβησαν και η γραμμή που σχημάτιζε το στόμα εναλλασσόταν σε διάφορα χαμόγελα. Άρχισε να βγάζει ήχους σα να προσπαθούσε να μιλήσει αλλά το αποτέλεσμα ήταν σα μια γάτα που περπατάει πάνω σε ηλεκτρονικό αρμόνιο.
«Δεν ψήνομαι καθόλου να το κάνω το εμβόλιο να σου πω την αλήθεια» συνέχισε ο Μίλτος και προσπέρασε το πλάσμα δίχως να του δώσει περισσότερη σημασία. Αυτό γύρισε ακολουθώντας τον με το βλέμμα του και φάνηκε η δισδιάστατη μορφή του. Αν το κοίταγε κανείς από το πλάι ήταν σχεδόν αόρατο.
Αυτός πάτησε το κουμπί του υπολογιστή στο γραφείο δίπλα από τον καναπέ. Η γυάλινη κεντρική μονάδα πήρε μπρος και χιλιάδες πολύχρωμα φωτάκια την στόλισαν. Ο Μίλτος έκατσε στην καρέκλα και ήπιε μια γουλιά από μια ήδη ανοιχτή μπύρα που ούτε ο ίδιος δεν γνώριζε από πότε ήταν εκεί. Άρχισε να στρίβει ένα τσιγάρο όταν το μικρό πλάσμα στάθηκε δίπλα στο πόδι του και άρχισε να του τραβάει το μπατζάκι με ένα μικρό παράπονο σχηματισμένο στο στόμα του.
«Νούντλς, φύγε από εδώ» είπε άγρια ο Μίλτος με το φιλτράκι στο στόμα και έσπρωξε το μικρό πλάσμα με το πόδι του. Ως αποτέλεσμα, αυτό έπεσε και ανασηκώθηκε τρίβοντας το κεφάλι του. Σηκώθηκε και άρχισε να κουνά το χέρι του με παράπονο προς το Μίλτο φωνάζοντας στην δική του ακαταλαβίστικη γλώσσα.
«Είσαι πολύ σκληρός μαζί του» ακούστηκε μια φωνή δίπλα από τον υπολογιστή και ο Μίλτος πετάχτηκε ενώ το μισοστριμμένο τσιγάρο του έφυγε από το χέρι και διαλύθηκε πάνω στο γραφείο. Ένα ιγκουάνα σε μέγεθος μικρού σκύλου άρχισε να εμφανίζεται πίσω από την οθόνη του. Το μέχρι πριν λίγο αόρατο κορμί του, άρχισε να παίρνει σχήμα σα να χτιζόταν από την αρχή αποτελούμενο από μεγάλα τετράγωνα πίξελ. Το λαχανί κεφάλι του κοίταξε τον Μίλτο στα μάτια από την αριστερή πλευρά της οθόνης ενώ από την δεξιά, η μακριά ουρά του αγκάλιαζε σχεδόν δύο φορές το ηχείο. Ήταν τρισδιάστατο αλλά σε κάποια σημεία φαινόταν σα να έσπαγε η οπτική συνοχή στο σώμα του, σα να ήταν χαμηλή η ανάλυση της απεικόνισής του.
«Ρε φίλε, δε γαμιέστε και οι δύο σας μεσημεριάτικα; Δεν έχω όρεξη» είπε και βάλθηκε να στρίψει ξανά το τσιγάρο του αποφεύγοντας το βλέμμα του Γιάνκ. Η μεγάλη σαύρα έβγαλε την γλώσσα της μυρίζοντας τον αέρα.
«Ξέρεις ώρες- ώρες, αισθάνομαι τυχερός και ταυτόχρονα άτυχος με την νόηση που μου έδωσες. Γιατί μπορώ να μιλήσω και να κατανοήσω αυτόν τον κόσμο, αλλά ταυτόχρονα μπορώ να κρίνω και τις ανθρώπινες συμπεριφορές. Και η δική σου είναι η χειρότερη προς το μοναδικό πλάσμα που σε αγαπάει με ανιδιοτέλεια σε αυτόν τον κόσμο»
Ο Μίλτος γύρισε και κοίταξε τον Νούντλς που έμοιαζε να έχει ξεχάσει το κατσάδιασμα και ανεβασμένος πάνω στο καναπέ τον χαιρετούσε με χαμόγελο. Ο Μίλτος γύρισε το βλέμμα του στον Γιάνκ και άναψε το τσιγάρο δίχως να μιλήσει.
«Τον ζηλεύω που έχει άγνοια για το πόσο σκατόψυχος είσαι, σε σημείο που μου κάνει εντύπωση πώς δημιούργησες ένα τόσο αγαθό πλάσμα»
«Μπορώ να κανονίσω να γίνεις και εσύ έτσι άμα θέλεις» είπε ο Μίλτος που είχε ακούσει αρκετά κοιτώντας τον με άγριο βλέμμα. Ο Γιάνκ μαστίγωσε το γραφείο με την ουρά του και έβγαλε την λεπτή του γλώσσα ξανά έξω.
«Από τότε που ξεκίνησες να την φτιάχνεις έχεις αλλάξει, δεν είσαι ο Μίλτος που ήξερα» είπε ο Γιάνκ και άρχισε να γίνεται ξανά αόρατος κομμάτι-κομμάτι. «Πρόσεχε»
Ο Μίλτος ρουθούνισε και πάτησε το εικονίδιο του 3DS Max στην επιφάνεια εργασίας του. Είχε δουλειά μπροστά του.
17/04/2012
Το δύσμορφο πλάσμα με τα τέσσερα κεφάλια βρίσκονταν μπροστά του. Ένα συνονθύλευμα από σκισμένη σάρκα, λάσπη και σκοτάδι. Στο ένα χέρι, κρατούσε ένα τεράστιο μυτερό ξύλο και στην άλλη το κεφάλι ενός βασιλιά που γελούσε ακατάπαυστα. Ο ιππότης, στάθηκε απέναντί του, ξεροκαταπίνοντας αλλά σφίγγοντας ακόμα περισσότερο στην ματωμένη του παλάμη το ξίφος. Έπρεπε να στείλει το πλάσμα πίσω στην ανίερη κοιλάδα των νεκρών και να εξαγνίσει στην ιερή φωτιά του κεφάλι του βασιλιά.
Μέσα σε μια στιγμή το μυτερό ξύλο του πλάσματος διαπέρασε την πανοπλία του ιππότη χύνοντας τα εντόσθια του έξω. Η οθόνη μαύρισε και με μεγάλα κόκκινα γράμματα έγραψε: You Have Failed.
Ο Μίλτος πέταξε τα ακουστικά και κοπάνησε μια γροθιά στο γραφείο. Αμέσως έπιασε το χέρι του και το έτριψε για να περάσει ο πόνος. Έκανε μια στροφή με την καρέκλα του γραφείου βογκώντας και είδε στιγμιαία τον συμφοιτητή του, τον Γιανκ, να έρχεται προς τον καναπέ κρατώντας ένα σάντουιτς. Δεν του μίλησε. Είχε νευρά. Μόλις η καρέκλα ήρθε ξανά σε ευθυγράμμιση με το γραφείο, πιάστηκε απότομα. Έβαλε τα ακουστικά και αφού έκανε μια μικρή διάταση στις παλάμες του, τις τοποθέτησε ξανά στο πληκτρολόγιο και στο ποντίκι. Η δυνατή μακάβρια μουσική τον μετέφερε ξανά στο πεδίο της μάχης.
20/02/2022
Αγαπούσε τον Νούντλς και τον Γιανκ αλλά με έναν δικό του τρόπο. Ήταν δυο από τα πρώτα δημιουργήματά του εξάλλου. Ο Νούντλς για την ακρίβεια ήταν ο πρώτος, όταν ακόμα έκανε το μεταπτυχιακό του πάνω στο game designing στην Αγγλία. Ο Ντούντλς γεννήθηκε δύο μέρες μετά το συμβάν.
Τα τελευταία χρόνια βέβαια, η ζωή του είχε πάρει μια τελείως διαφορετική τροπή. Ο Μίλτος, γνώριζε ότι είχε κατακτήσει τον τομέα του και αμειβόταν αδρά για την δουλειά του από πολλές μεγάλες εταιρίες ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Είχε καταφέρει να δουλεύει από το σπίτι του στην Ελλάδα κάνοντας αυτό που αγαπούσε. Παρ’ όλα αυτά γνώριζε ότι ο Γιανκ είχε δίκιο. Ήταν σκληρός ακόμα και στα “παιδιά” του. Μετά τον επεισοδιακό χωρισμό του, είχε αλλάξει εντελώς. Έμεινε ένα σαρκίο ανθρώπου δίχως συναισθήματα που απλά φυτοζωούσε.
Η οθόνη μπροστά του σκούρυνε καθώς το γκρίζο φόντο του προγράμματος κάλυψε και τις 27 ίντσες της οθόνης. Άνοιξε το αρχείο με το όνομα: Αταετζίνα Project. Δάγκωσε το κάτω χείλος του όταν η εικόνα της εμφανίστηκε μπροστά του. Ήταν αυτή η εικόνα που τον κράταγε στα πόδια του. Αυτό το μοναδικό, ακόμα και για τον ίδιο εγχείρημα. Είχε αφήσει τις δουλειές που επέκτειναν και άλλο την καριέρα του για να ασχοληθεί με αυτό.
Δεν γνώριζε πώς κρατούσε τις δυνάμεις του ένα χρόνο τώρα και δεν της είχε δώσει ακόμα ζωή. Ήθελε όμως να είναι τέλεια. Ήταν η πρώτη φορά γι’ αυτόν που είχε καταφέρει να το ελέγξει για τόσο καιρό, αν και τις τελευταίες εβδομάδες ακροβατούσε.
Μια μέρα είχε δει το χέρι της να κρατιέται από το γραφείο του. Και μια άλλη νόμιζε ότι είδε την μορφή της στο διάδρομο το βράδυ που ξύπνησε. Αλλά γι’ αυτό δεν ήταν σίγουρος αν το ονειρεύτηκε ή όχι.
Τώρα αυτό που τον κράταγε ήταν ο φόβος. Τι θα της έλεγε; Ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της; Γνώριζε πόσο ηλίθιος ακουγόταν και σχεδόν του γυρνούσαν τα σωθικά. Καθυστερούσε, επιδιορθώνοντας ξανά και ξανά ασήμαντες λεπτομέρειες στο σχέδιο της. Ενώ τα τσιγάρα γέμιζαν το τασάκι και ο ήλιος είχε αρχίσει να μην φαίνεται πια.
17/04/2012
Όταν ο Μίλτος έκοψε και το τελευταίο κεφάλι, το πλάσμα έπεσε νεκρό μπροστά του. Η ψυχή του τέρατος μπήκε μέσα στην πανοπλία του τραυματισμένου ιππότη που χειριζόταν ο Μίλτος και του έδωσε αναζωογόνηση για να συνεχίσει το αιματηρό ταξίδι του.
Πετάχτηκε όρθιος και άρχισε να φωνάζει από ικανοποίηση που τα είχε καταφέρει.
«Did you saw it?» ρώτησε δίχως να κοιτάξει τον Γιανκ. Έβγαλε τα ακουστικά και γύρισε προς τον καναπέ. Ο Γιανκ ήταν εντελώς ακίνητος πεσμένος στο πλάι ενώ η τηλεόραση έπαιζε.
«Man, have you fallen asleep?» ο Μίλτος σηκώθηκε και τον πλησίασε. Το ένα χέρι του ήταν απλωμένο άτονα μπροστά και ένα μισοδαγκωμένο σάντουιτς με ό,τι μπαγιάτικο είχαν στο ψυγείο καθόταν αναπαυτικά μέσα του. Ο Μίλτος τον σκούντησε αλλά καμία ανταπόκριση. Δεν άργησε να νιώσει μια ανατριχίλα να τον κατακλύζει μιας και ο Γιανκ δεν φημιζόταν για το χιούμορ του.
Ο Γιανκ ήταν νεκρός και ο Μίλτος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Όλα είχαν γίνει πίσω από την πλάτη του ενώ φορούσε τα ακουστικά. Το σοκ του ήταν τόσο μεγάλο που από τότε δεν έβαλε ποτέ ξανά ακουστικά στην ζωή του.
20/02/2022
Ίσως ήταν υπερβολή πλέον να προσπαθεί να τελειοποιήσει κάτι που στα μάτια του ήταν τέλειο. Άναψε ένα ακόμα τσιγάρο και χαλάρωσε πίσω στην καρέκλα του με την εικόνα της πάντα στην οθόνη του να τον κοιτά.
Είχε νυχτώσει πλέον για τα καλά και από τον δρόμο το μόνο που ακούγονταν ήταν δύο γάτες να μαλώνουν. Ίσως είχε έρθει η ώρα. Δεν ήταν ποτέ πολύ παρορμητικός αλλά τώρα ένιωσε την ανάγκη να μην σκέφτεται άλλο. Πέταξε το τσιγάρο στο τασάκι δίχως να το σβήσει.
Κλείδωσε το βλέμμα του για μερικά δευτερόλεπτα στην εικόνα της και έπειτα έκλεισε τα μάτια. Ένας μικρός παλμικός ήχος ακούστηκε και ο Μίλτος έβαλε στα τυφλά τα χέρια του στο ποντίκι και στο πληκτρολόγιο. Είχε φτιάξει την εικόνα της στο πρόγραμμα αλλά τώρα το μυαλό του είχε συγκεντρωθεί στο μέσα της. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και ο παλμικός ήχος είχε αρχίσει να δυναμώνει χωρίς να είναι εμφανή η προέλευσή του.
Χιλιάδες μικρά μαύρα σωματίδια άρχισαν να βγάνουν σα νέφος από την οθόνη. Το σμάρι από ζωντανά bytes σχημάτιζε μια μορφή δίπλα του. Πρώτα δημιουργήθηκαν τα πόδια, έπειτα η μέση και τα χέρια. Ο Μίλτος άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε την στιγμή που το κεφάλι έπαιρνε την τελική του μορφή. Έσπρωξε προς τα πίσω την καρέκλα σπασμωδικά και έπεσε κάτω. Το βλέμμα του παρέμεινε κλειδωμένο πάνω της.
Η κοπέλα στάθηκε για λίγο κάπως άχαρα. Ήταν ολόγυμνη και με δέρμα λευκό. Τα μαλλιά της ήταν σγουρά και κόκκινα κεραμιδί, αλλά όπως κοιτούσε σαστισμένη δεξιά και αριστερά έμοιαζαν να παίρνουν λίγο πορτοκαλί χρώμα.
Ο Μίλτος σηκώθηκε και ενώ δεν σταμάτησε να την κοιτά ξεροκατάπιε και είπε «Γεια».
Το βλέμμα της στράφηκε προς το μέρος του και η κοπέλα φάνηκε να ηρεμεί.
«Γεια» του απάντησε και του έσκασε ένα μεγάλο χαμόγελο. Με έναν διασκελισμό έπεσε στην αγκαλιά του και τον έσφιξε ενώ τα μάγουλα του Μίλτου έγιναν κατακόκκινα. Διστακτικά ανταπέδωσε την αγκαλιά. Είχε την πιο όμορφη μυρωδιά στον κόσμο και ο χρόνος έμοιαζε να σταματάει για λίγο καθώς αισθανόταν την ζεστασιά του κορμιού της πάνω του.
Ξαφνικά, ένιωσε ένα ανεξήγητο άγχος και σηκώθηκε απότομα. Την έσπρωξε και σηκώθηκε αποφεύγοντας το βλέμμα της. Αυτή παρέμεινε να τον κοιτά γονατισμένη στο πάτωμα. Πήγε στην ντουλάπα του και βρήκε μια παλιά μπλούζα του. Γύρισε στο σαλόνι και της είπε «Φόρα την».
Η κοπέλα την πήρε στα χέρια και αφού την επεξεργάστηκε για λίγο τον κοίταξε και είπε «Πώς με λένε;»
«Αταετζίνα» είπε αυτός. Αυτή σηκώθηκε και φόρεσε την μπλούζα που πάνω της έμοιαζε σαν φαρδύ αλλά κοντό φουστάνι.
«Τι σημαίνει;» τον ρώτησε.
«Αφού ξέρεις» αποκρίθηκε αυτός. Έπειτα σταμάτησε να την κοιτά ξανά και συμπλήρωσε «Έχω κάποιες δουλειές να κάνω οπότε…» άφησε μετέωρη την τελευταία φράση του και πήγε στην κουζίνα.
22/02/2022
Για δύο μέρες ο Μίλτος έκανε καθαριότητα στο σπίτι και μάζευε τον χαμό όπως δεν είχε κάνει ποτέ πριν στην ζωή του. Η Αταετζίνα καθόταν ήρεμη στον καναπέ οκλαδόν και τον κοιτούσε βομβαρδίζοντάς τον με ερωτήσεις όπως: «Τι χρώμα έχουν τα όνειρα;» και «Πώς γεννιέται ένα λουλούδι;»
Αυτός της απαντούσε κάθε φορά δίχως να την κοιτά. Ένιωθε μια ανεξήγητη ταραχή μέσα του από την ώρα που τον αγκάλιασε. Ήταν σαν πρώτη φορά να μην μπορούσε να διαχειριστεί την παρουσία ενός εκ των δημιουργημάτων του. Μπροστά από τον καθρέφτη του μπάνιου κοίταξε το πρόσωπό του και κατέβασε με δύναμη την γροθιά του στον νιπτήρα και ένα ψαλιδάκι για τα νύχια έπεσε στο πάτωμα. Το κάτω χείλος του έτρεμε και είχε ιδρώσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και πήγε στο κρεβάτι.
Όλη νύχτα κοιμήθηκε το πολύ μια ώρα αλλά δεν ήθελε να σηκωθεί. Ήταν σχεδόν σα να ήθελε να την αποφύγει. Κάποια στιγμή μάλιστα, του φάνηκε σα να τον κοιτά ακίνητη από την πόρτα του δωματίου αλλά δεν είχε το σθένος να τολμήσει γυρίσει προς το μέρος της.
Στις έξι το πρωί αποφάσισε να σηκωθεί. Ζαλισμένος και με πρησμένα μάτια πήγε διστακτικά στο σαλόνι. Κοίταξε προς τον καναπέ και η ανάσα του κόπηκε ενώ τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν.
Η Αταετζίνα ξαπλωμένη ανάσκελα στον καναπέ κρατούσε το άψυχο σώμα του Γιάνκ και φαινόταν να τρώει από την κοιλιά του. Αίματα τα οποία έμοιαζαν να μεταμορφώνονται σε πίξελ μετά από λίγο, λέρωναν τον πρόσωπο και τα χέρια της. Η γλώσσα την σαύρας ήταν κρεμασμένη στο πλάι και η ουρά της σαν άχαρο εκκρεμές. Ο Μίλτος έβγαλε μια κραυγή και έπιασε το στόμα του. Η κοπέλα γύρισε και τον κοίταξε με περιέργεια χωρίς να σταματήσει να μασά.
«Τι στο διάολο κάνεις;» φώναξε ο Μίλτος.
«Ένιωσα τον θυμό που είχες για αυτόν» του είπε με παγωμένο βλέμμα και άρπαξε ακόμα μια δαγκωματιά. Ο Μίλτος ένιωσε κάτι να αγγίζει το πόδι του και κοίταξε κάτω. Ήταν ο Νουντλς που αγκάλιαζε τον αστράγαλο του καθώς έτρεμε. Ο Μίλτος τον πήρε αγκαλιά και έτρεξε μέχρι το γραφείο του. Άνοιξε τον υπολογιστή και είπε «Σταμάτα σε παρακαλώ». Η Αταετζίνα ανασηκώθηκε και άφησε το κουφάρι του Γιάνκ δίπλα της.
Ο Μίλτος έψαξε το αρχείο του Γιανκ. Το άνοιξε και με το χέρι του να κάνει σπασμωδικές κινήσεις πάνω στο ποντίκι επέλεξε την γραμμή εντολών του προγράμματος. Πληκτρολόγησε την εντολή για επανεκκίνηση του αλγορίθμου και το πτώμα του Γιανκ μαζί με όλα τα αίματα άρχισαν να εξαφανίζονται από τον καναπέ και από το στόμα της Αταετζίνας η οποία κοιτούσε παραξενευμένα.
«Έκανα κάτι κακό;» είπε με μια μικρή ανησυχία η κοπέλα. Δίχως να της απαντήσει κοίταξε τα πίξελ να χάνονται και στράφηκε ξανά στην οθόνη του. Καθώς η διαδικασία επαναδημιουργίας του Γιανκ του άρχισε να λαμβάνει χώρα, έκλεισε τα μάτια και συγκεντρώθηκε διοχετεύοντας όλη την δύναμη της ικανότητάς του στον ποντίκι και το πληκτρολόγιο. Δεν θα του μίλαγε ποτέ ξανά άσχημα. Ο Γιανκ ήταν το μοναδικό πλάσμα που τόσα χρόνια του είχε σταθεί σαν αληθινός φίλος και στα δύσκολα αλλά και στα καλά.
Έσφιγγε τα βλέφαρά του με δύναμη καθώς ένα δάκρυ ξέφυγε και ευχήθηκε όλα να πάνε καλά. Μα γιατί ανησυχούσε, αφού αυτός ήταν ο κυρίαρχος των δημιουργημάτων του. Απλά θα διόρθωνε την κατάσταση και όλα θα ήταν όπως πριν. Το συναίσθημά του όμως δεν έκανε λάθος.
Άνοιξε τα μάτια και ένιωσε την καρδιά του να σταματά. Ένα μικρό παράθυρο είχε εμφανιστεί στο πρόγραμμα και με κόκκινα γράμματα έγραφε: Κατεστραμμένο αρχείο.
«Δεν μπορεί, δεν μπορεί…» άρχισε να δοκιμάζει ξανά και ξανά βρίζοντας και φωνάζοντας ενώ ο Νούντλς κρατούσε το κεφάλι του σαν χαμένος δίπλα από το ηχείο του υπολογιστή.
«Μα νόμιζα ότι αυτό ήθελες» είπε η Αταετζίνα από τον καναπέ κάπως σαστισμένα.
«Σκάσε!» της φώναξε «Δεν θέλω να ακούσω να βγαίνει τίποτα από το σκατόστομά σου» η κοπέλα μάζεψε τα γόνατα στο στήθος της και τα αγκάλιασε.
«Όχι, όχι…» άρχισε να λέει ο Μίλτος μέσα από τους λυγμούς του. Θα μπορούσε άνετα να τον δημιουργήσει από την αρχή αλλά όλες οι μνήμες του θα είχαν χαθεί. Δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο που δεν μπορούσε να φέρει πίσω τον Γιανκ που γνώριζε. Το είχε κάνει στο παρελθόν με άλλα δημιουργήματά του. Τότε την κοίταξε και ανατρίχιασε καθώς η συνειδητοποίηση τον χτύπησε σαν χείμαρρος. Η Αταετζίνα και ο Γιανκ ήταν φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό του σύμπαντος. Εντολές σε υπολογιστικό σύστημα και την δύναμη του μυαλού του. Γι’ αυτό ο Γιανκ δεν μπόρεσε να της ξεφύγει. Τον άρπαξε σαν ιός και άρχισε να κατακερματίζει τον κώδικά του από μέσα προς τα έξω διαγράφοντας την ύπαρξή του.
Η κοπέλα κοιτούσε με τρομαγμένα μάτια πάνω από τον πήχη του χεριού της. Ο Μίλτος έτριψε το πρόσωπό του και κατάπιε τον λυγμό του. Σταμάτησε να προσπαθεί και αγκάλιασε τον Νούντλς. Έπειτα έστριψε ένα τσιγάρο και την κοίταξε. Αναρωτήθηκε αν η πρωτοφανής δύναμη πρωτοβουλιών με βάση τα δικά του συναισθήματα εντυπώθηκαν μέσα της από την απέραντη επιθυμία του κατά την διάρκεια που την δημιουργούσε. Διέταξε τον Νούντλς να εξαφανιστεί για παν ενδεχόμενο και ντύθηκε. Έφυγε από το σπίτι δίχως να της πει τίποτα.
25/04/2012
Για μέρες ο Μίλτος, και αφού είχε περάσει η κηδεία του Γιανκ, ήταν βυθισμένος σε μια ανέλπιδη προσπάθεια να ξεχάσει πως είχε χαθεί ο φίλος του. Παρ’ όλο που οι γονείς του τον παρότρυναν να γυρίσει Ελλάδα για λίγο καιρό, αυτός αποφάσισε να μείνει στην Αγγλία και να απορροφηθεί στο μεταπτυχιακό του. Ήταν μάταιο όμως. Κάθε φορά που κοιτούσε εκείνον τον καναπέ του ερχόταν η εικόνα του στον μυαλό.
Κοιμόταν 2-3 ώρες κάθε μέρα και το μόνο του φαΐ ήταν νουντλς από το σούπερ μάρκετ, που τους έριχνε ζεστό νερό και ήταν έτοιμα. Μια ιεροτελεστία που έκαναν συχνά με τον φίλο του, και μέσα στην θλίψη του ένιωθε ότι έτσι τον τιμούσε.
Εκείνο το βράδυ όμως δεν άγγιξε τα ριζομακάρονα του. Τα άφησε δίπλα στο γραφείο και κοιτούσε την οθόνη αποσβολωμένος. Κοίταγε και είχε βάλει να παίζει το Lose Your Self. Δάκρυα έτρεχαν στα μάτια του αλλά δεν κουνιόταν. Μόλις τελείωσε το τραγούδι το χέρι του κινήθηκε από μόνο του σχεδόν και άνοιξε το αρχείο του Adobe Flash με το σχέδιο που είχε κάνει για την εργασία “Χαρακτήρας για παιδικό παιχνίδι”.
Στην οθόνη εμφανίστηκε ένα τετράγωνο μαύρο πλάσμα με δυο τελείες για μάτια και τέσσερα ψευδοάκρα. Μέσα σε μια στιγμή το γραφείο άρχισε να τρέμει και το χέρι του δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από το ποντίκι. Πίξελ άρχισαν να βγαίνουν από την οθόνη και το μικρό πλάσμα εμφανίστηκε πάνω στο γραφείο δίπλα του. Ο Μίλτος ούρλιαξε με όλη του την δύναμη και έπεσε από την καρέκλα. Το πλάσμα παραπάτησε και έπεσε πάνω στο μπολ με τα νουντλς. Μόλις σηκώθηκε, η γραμμή που απεικόνιζε το στόμα του χαμογέλασε και αυτό έτρεξε πάνω στον Μίλτο να τον αγκαλιάσει. Αυτός άρχισε να τρέχει μέσα στο σπίτι και όταν κατάφερε να το κλειδώσει στο μπάνιο και να βρει την ανάσα του, έκατσε πάλι στον υπολογιστή.
Ήταν λογικός άνθρωπος και ήξερε ότι παρόλη την συναισθηματική του κατάσταση, αυτό δεν ήταν παραίσθηση. Άρχισε να ψάχνει στο διαδίκτυο απαντήσεις για αυτό που είχε μόλις ζήσει μέχρι που βρήκε ένα παράξενο blog ενός τύπου που ανέφερε μια λέξη ξανά και ξανά: Ψυχοπλάνος. Και μπορούσε και ο ίδιος να φέρει στην ζωή πλάσματα αλλά δεν αναφερόταν πουθενά να βγαίνει τίποτα από καμία οθόνη. Σκέφτηκε ότι αυτά είναι ανοησίες. Αλλά πως να το εξηγούσε;
Τα πόδια του ακόμα έτρεμαν και ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλα. Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα. Κοίταξε την πόρτα του μπάνιου. Έπειτα κοίταξε τα νουτλς που είχαν κάνει χάλια το γραφείο του. Σήκωσε το χέρι διστακτικά και δοκίμασε αν έχει τηλεπαθητικές δυνάμεις. Γέλασε και έξυσε το κεφάλι του.
Πήγε και άνοιξε την πόρτα στο μπάνιο και έτρεξε μακριά. Το μικρό πλάσμα βγήκε έξω χαμογελαστό. Για κάποιο λόγο, του φάνηκε πολύ χαριτωμένο με ένα νουντλ να έχει κολλήσει πάνω στο κεφάλι του. Δεν φαινόταν τόσο απειλητικό. Στο φινάλε, ήταν δημιούργημά του.
23/02/2022
Όταν γύρισε το βράδυ σπίτι, ήταν μεθυσμένος. Άρχισε να γδύνεται με το που έκλεισε την πόρτα πίσω του. Τα πράγματα έμοιαζαν να κουνιούνται γύρω του καθώς περπατούσε στο καφέ παρκέ προς το δωμάτιό του. Έβγαλε το παντελόνι και παραπατώντας έπεσε στο κρεβάτι. Το κεφάλι του γύριζε σα να ήταν σε ρολλερ κοστερ. Άρχισε να σέρνετε μέχρι να βολευτεί στο μαξιλάρι του και με το ένα χέρι έπιασε τον τοίχο. Προσπάθησε να αναπνεύσει πιο αργά και συγκεντρώθηκε στην σταθερή επιφάνια που ακουμπούσε την παλάμη του. Αυτό ηρέμησε κάπως την ζαλάδα του.
Στο μυαλό του είχε σταματήσει για λίγο να απεικονίζεται η εικόνα του κατακρεουργημένου Γιανκ. Κάτω από τα κλειστά του βλέφαρα, το φως και το σκοτάδι έκαναν έναν χορό γεμάτο ίλιγγο και αναγούλα. Τότε όμως χωρίς να ξέρει πόση ώρα είχε περάσει που είχε γυρίσει. Ένιωσε κάποιον να ξαπλώνει δίπλα του. Η κίνηση τον ζάλισε ακόμα περισσότερο αλλά επειδή ήξερε ότι είναι αυτή ένιωσε να μαλακώνουν όλα.
Το χέρι της άρχισε να του χαϊδεύει ελαφρά τα μαλλιά και μετά τον ιδρωμένο του αυχένα. Ένιωσε την καρδιά του να σπαράζει. Για τον φίλο του αλλά και για αυτό το ένα χάδι, που είχε τόσο καιρό να δεχθεί. Άρχισε να κλαίει γοερά καθώς η Αταετζίνα χαμογελαστή δίπλα του συνέχισε να τον χαϊδεύει γελαστή. Όσο αυτή συνέχιζε, τόσο αυτός έχωνε το πρόσωπό του όλο και πιο βαθιά μέσα στο μαξιλάρι μέχρι που η κραυγές του ήταν τόσο δυνατές που δεν έκανε διαφορά.
Ένιωσε όλα τα κακά αποτελέσματα της μέθης του να φεύγουν αφήνοντάς τον με μια γλυκιά ζαλάδα αλλά και μια ανακούφιση από το κλάμα που είχε ρίξει. Ρούφηξε την μύτη του και σκούπισε τα δάκρυά του καθώς γύρισε το κεφάλι στο πλάι για να την κοιτάξει. Ήταν πανέμορφη, καθώς το φεγγάρι της χάρισε ένα όμορφο στεφάνι όπως έμπαινε από το παράθυρο πίσω της. Της άρμοζε τόσο πολύ το όνομα που της είχε δώσει. Θεά του Φεγγαριού. Ένιωσε να ερωτεύεται την ύπαρξή της με όλο του το είναι. Εκείνη την στιγμή δεν ήταν δημιούργημά του, δεν ήταν πίξελ με σάρκα και οστά. Ήταν η γυναίκα της ζωής του.
«Σ’ αγαπάω» της είπε. Αυτή έφερε το χέρι της από τον αυχένα του στο πρόσωπό του και τον χάιδεψε στο μάγουλο. «Και εγώ» του είπε. Ξάπλωσε εντελώς κάτω και πλησίασε το κεφάλι της μέχρι που ο Μίλτος μπορούσε να μυρίσει το νάμα στην πνοή της. Έπειτα πλησίασε κι άλλο και τον φίλησε. Αυτός τραβήχτηκε για μια στιγμή αλλά αυτή τότε ξαναπλησίασε και τον φίλησε με μεγαλύτερο πάθος.
Αυτός γύρισε το σώμα του στο πλάι και αφέθηκε στα φιλιά της. Τότε αυτή έβαλε το χέρι της ανάμεσα από τα πόδια του και έπιασε σφιχτά την στύση του. Της κατέβασε το χέρι και σταμάτησε να την φιλά. Κούνησε το κεφάλι του με άρνηση. Τον αγκάλιασε και του ψιθύρισε στο αυτί: «Το ξέρουμε και οι δύο ότι αυτό θέλεις, γι’ αυτό με έφτιαξες» και τον ξαναέπιασε. Η τελευταία αναστολή που είχε, πέθανε όπως είχε πεθάνει ο Γιανκ πριν ώρες. Κατακρεουργήθηκε σαν ανυπεράσπιστο κουτάβι.
Του έβγαλε το παντελόνι και το εσώρουχο και αυτός γύρισε ζαλισμένος ανάσκελα. Ανέβηκε επάνω του φορώντας την μπλούζα με το λογότυπο της ΚΟΝΑΜΙ. Ένιωσε το χέρι της να τον οδηγεί μέσα της και ορκίστηκε ότι δεν είχε αισθανθεί πιο όμορφα. Η Αταετζίνα έγειρε πάνω του και του είπε: «Εγώ θα σε κάνω ευτυχισμένο». Μετά από μερικά λεπτά ο Μίλτος τελείωσε και ο ύπνος τον πήρε σχεδόν αμέσως.
24/02/2022
Το πρωί άνοιξε τα μάτια του και έμεινε να κοιτά για λίγο το ταβάνι. Ένιωσε το στομάχι και το πέος του να πονάνε, για διαφορετικό λόγο το καθένα. Δεν ήθελε να κοιτάξει δίπλα του. Ήθελε αυτό που είχε ζήσει να ήταν όνειρο. Ανασηκώθηκε με δυσκολία και την έψαξε στο δωμάτιο. Δεν ήταν εκεί όμως. Κατέβασε τα πόδια από το κρεβάτι και έκατσε για μια στιγμή κρατώντας το κεφάλι του. Όλα αυτά που ονειρευόταν με ντροπή τόσο καιρό είχαν γίνει πραγματικότητα την προηγούμενη νύχτα. Γιατί όμως ένιωθε αυτό το κενό μέσα του;
Χωρίς να βάλει τα γυαλιά του έσυρε τα πόδια του στο διάδρομο του σπιτιού και είδε την μορφή της να είναι στο μικρό μπαλκόνι και να κοιτά από κάτω. Δεν έδωσε σημασία και πήγε στην τουαλέτα με δυσκολία. Πιάστηκε από τον νιπτήρα και άρχισε να κατουρά μέσα σε αυτόν. Άνοιξε την βρύση να τρέχει και κοίταξε το πρόσωπό του στον καθρέφτη ενώ το κεφάλι του πόναγε φριχτά. «Τι σημασία έχει» είπε και συνέχισε να λέει αυτή την φράση ασταμάτητα μέσα σε έναν παροξυσμό. Όταν τελείωσε το κατούρημα άρχισε να ρίχνει νερό στο πρόσωπό του ενώ βογκούσε. Ο πόνος γινόταν χειρότερος με κάθε παλμό που έστελνε η καρδιά στο κεφάλι. Πετούσε το νερό με μανία βρέχοντας τα πάντα γύρω του. Έβγαλε μια κραυγή και όπως πήγε να κουνηθεί η πατούσα του γλίστρησε στα νερά έπεσε με δύναμη ανάμεσα από την λεκάνη και την μπανιέρα. Το κεφάλι του χτύπησε στην λευκή πορσελάνη και αίμα άρχισε να τρέχει πάνω από το αυτί του. Δε κουνήθηκε, παρά μόνο στάθηκε εκεί και άφησε όλους τους συνδυαστικούς πόνους που τον χτυπούσαν να κατακλείσουν το κορμί του.
Η Αταετζίνα εμφανίστηκε στην πόρτα τρομαγμένη αλλά με το που την είδε άρχισε να φωνάζει και να την βρίζει: «Φύγε από εδώ βρώμα! Φύγε μην σε βλέπω μπροστά μου, εσύ φταις για όλα» η κοπέλα αμέσως έτρεξε προς το σαλόνι αφήνοντάς τον αιμόφυρτο στο πάτωμα. Οι φωνές του έγιναν δάκρυα ξανά. Δεν ήθελε πλέον να το ζει όλο αυτό. Με κάθε σουβλιά πόνου, τα πρόσωπά τους επέστρεφαν στην μνήμη του. Ο συμφοιτητής του ο Γιάνκ, η πρώην του, οι γονείς του και φυσικά το πλάσμα που είχε χαθεί τόσο μάταια και ήταν το μόνο που είχε καταφέρει να δώσει σάρκα στον κολλητό του είχε χαθεί και ο ίδιος τόσο μάταια. Σκέφτηκε ότι ίσως το όνομα ήταν γρουσούζικο.
Ό,τι του είχε απομείνει από συναισθήματα και ψυχική δύναμη το είχε εντυπώσει στην δημιουργία της Αταετζίνα. Ήταν το έργο που θα τον έκανε χαρούμενο. Τουλάχιστον πριν μερικές ώρες καθώς έχυνε μέσα της ήταν. Τότε γιατί έκλαιγε; Γιατί πονούσε τόσο η ψυχή του; Αν δεν τον έκανε καλά και αυτή, τότε ποιος; Ποιος θα του έδινε δύναμη να συνεχίσει;
Σιχαινόταν τον εαυτό του. Έκανε σεξ με ένα από τα “παιδιά” του. Ήταν σαν να πήδαγε την ίδια του την φαντασία και το ποιόν του. Και πίστεψε ότι αυτό θα τον έκανε χαρούμενο. Τι σκεφτόταν; Μια κραυγή απελπισίας αντήχησε ξανά στο βρεγμένο μπάνιο. Θα πέθαινέ μόνος του στον κόσμο, περιτριγυρισμένος από πίξελ που περπατούν. Η κραυγή του έγινε κουρασμένο βουητό και ο κόσμος άρχισε να μην βγάζει λογική γύρω του.
Το βλέμμα του έπεσε στο μικρό ψαλιδάκι που κολυμπούσε δίπλα του στο πάτωμα πνιγμένο στο ροζ συνονθύλευμα νερού και αίματος. Το έπιασε και δίχως να το σκεφτεί άρχισε να το καρφώνει στον καρπό του. Ένιωσε το χέρι του να μουδιάζει αλλά δεν αισθανόταν πόνο. Έπειτα στο μπούτι του. Στο τρίτο κάρφωμα το αίμα άρχισε να πετάγεται σαν σιντριβάνι καθώς σκίστηκε η αρτηρία.
Μουρμουρώντας ανεπαίσθητα πράγματα προσπαθούσε να σφηνώσει το ψαλιδάκι ανάμεσα στα πόδια του προσπαθώντας να σκίσει και τον άλλο καρπό του μιας και το άλλο χέρι του δεν μπορούσε να πιάσει πια. Μετά από λίγο σταμάτησε την προσπάθεια και ηρέμισε. Έκλεισε τα μάτια και άφησε την ζαλάδα του να κάνει το παιχνίδι της. Δεν ένιωθε φόβο μόνο μια γλυκιά ηρεμία.
Η Αταετζίνα σκύβοντας διστακτικά από την πόρτα κοίταξε μέσα. Η ματωμένη εικόνα του την έκανε να νιώσει περίεργα. Φοβήθηκε για αυτόν αλλά μπορούσε να νιώσει τον λόγο που το έκανε. Μπορούσε να νιώσει ότι ο Μίλτος ήταν χαρούμενος εκείνη την στιγμή και έτσι η ύπαρξή της είχε φτάσει στην αποκορύφωση. Περπάτησε ξυπόλητη και ξάπλωσε μέσα στα αίματα. Ακούμπησε το κεφάλι της στο πόδι του και το αγκάλιασε πριν κλείσει τα μάτια χαμογελαστή.
Η αρτηρία του είχε αρχίσει να στερεύει και Ο Μίλτος είχε πλέον χάσει κάθε επαφή και ελπίδα σωτηρίας. Το πιο αθώο πλάσμα μέσα στο σπίτι όμως εμφανίστηκε στο σαλόνι. Ο μικρός Νούντλς σκαρφάλωσε στον καναπέ και κοίταξε γύρω του. Έψαχνε τον αφέντη του. Τότε θυμήθηκε ότι το σπίτι είχε και άλλα δωμάτια. Κατέβηκε με ζωντάνια και άρχισε να δρασκελίζει στον διάδρομο με χοροπηδητά και περίσσια χαρά. Ήξερε ότι ο Μίλτος ήταν κάπου εκεί. Ήταν η μόνη σταθερά στην ζωή του, το συναίσθημα αυτό.
Παραξενευμένο από τα κόκκινα υγρά στο πάτωμα αλλά δίχως να δώσει ιδιαίτερη σημασία συνέχισε προς το μπάνιο. Στάθηκε για λίγο ακίνητο και κοίταξε τον Μίλτο και την Αταετζίνα στο πάτωμα ξαπλωμένους στο μπάνιο. Έβγαλε μια από τις μικρές κραυγές του με την αρμονική φωνή αλλά το μετάνιωσε και έκλεισε το στόμα. Δεν θυμόταν γιατί, αλλά αυτή η κοπέλα τον τρόμαζε πάρα πολύ. Βέβαια, ήθελε να πάει κοντά στο αφέντη του που έμοιαζε να κοιμάται.
Αποφάσισε να προχωρήσει προσεκτικά λοιπόν δίχως να τον ακούσει αυτή. Με μικρά βηματάκια που αφήναν πίσω κόκκινους κυματισμούς στην επιφάνεια πλησίασε τον Μίλτο. Ανέβηκε πρώτα στο πόδι του και προχώρησε μέχρι την κοιλιά του. Στάθηκε και τον κοίταξε όπως ήταν ματωμένος και κάτωχρος. Υπέθεσε ότι εφόσον δεν έβλεπε κάτι βίαιο, ο Μίλτος ήταν μια χαρά. Χαμογέλασε και αποφάσισε να τον περιμένει να ξυπνήσει. Κουλουριάστηκε πάνω στην κοιλιά του και έκλεισε τις δύο τελίτσες που είχε για μάτια. Ήταν χαρούμενος.
Το χέρι του Μίλτου έπεσε εντελώς και αγκάλιασε άθελα τον Νούντλς. Το πλασματάκι κούρνιασε ακόμα περισσότερο. Τότε το μικρό σώμα του άρχισε να διασπάτε σε μικρά πίξελ και να εξαφανίζεται. Η Αταετζίνα σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον Μίλτο «Στο είπα ότι θα σε κάνω ευτιχισμέν..» η τελευταία λέξη όπως και το χαμόγελό της έσβησαν καθώς τα πίξελ που την κρατούσαν ζωντανή διασπάστηκαν και χάθηκαν μαζί με την τελευταία πνοή του Μίλτου.