Τα ανέμελα παιδιά των λουλουδιών, ήρθαν το καλοκαίρι του 1968 στα Αιγομάγκανα της Κύμνου• τον νέο, μυστικό παράδεισό τους. Κυνηγημένα απ’ τη χούντα, εγκατέλειψαν τα Μάταλα όπως οι πρωτόπλαστοι, αλλά τουλάχιστον, βρήκαν αποκούμπι στο νησί απ’ όπου κατάγεται η μητέρα μου.
Εγκαταστάθηκαν ένα χιλιόμετρο έξω απ’ το χωριό που κατοικεί ακόμη η υπερήλικάς γιαγιά μου, στις βαθιές τρύπες πάνω στα βράχια, που μοιάζουν αρκετά μ’ εκείνες στα Μάταλα, φέρνοντας μαζί τους ένα είδος χαράς και ξεγνοιασιάς, που δεν μπορεί να περιγραφεί εύκολα με λόγια. Κοχύλια, λουλούδια, κρασί, νέκταρ και κιθάρες.
Εγώ βρέθηκα στην Κύμνο έπειτα από πολλά χρόνια, εξαιτίας των συχνών παραινέσεων της μητέρας μου, καθώς ανησυχούσε πολύ στην Αθήνα για τη γιαγιά. Επέμενε συνεχώς να πάω να επισκεφτώ τη μητέρα της στο νησί, γιατί η ίδια δεν μπορούσε, καθώς δούλευε ως υπηρέτρια σε μια ευκατάστατη οικογένεια. Ο πατέρας μου έφυγε στα καράβια, όταν ήμουν δέκα χρονών, λίγο μετά τον εμφύλιο δηλαδή, κι από τότε δεν τον ξαναείδα.
Το Μαρκοπούλι, όπως αποκαλούσαν οι ντόπιοι τη γιαγιά, κόντευε τα ενενήντα και έμενε ολομόναχη στα Αιγομάγκανα, με μοναδική παρέα το μπαξεδάκι της, μερικές κότες και μια ντουζίνα γίδες που τις εμπιστευόταν σε διάφορους γείτονες να τις βοσκήσουν. Τα έφερνε βόλτα με μια μικρή, αγροτική σύνταξη που της είχε αφήσει ο παππούς μου και, όσο και να επέμενε η μητέρα μου να έρθει στην Αθήνα για να μείνει μαζί μας, εκείνη αρνούνταν πεισματικά.
Την τελευταία μέρα του Αυγούστου, καθώς περνούσα παραδεισένια με μερικούς Άγγλους χίπις που είχα αποκτήσει ιδιαίτερες φιλίες μαζί τους, πήρα την απόφαση να ξεχειμωνιάσω στο νησί, κρατώντας συντροφιά στη γιαγιά μου.
Σκέφτηκα, ότι αφού χρειαζόταν κάποιον να την φροντίζει, δεν θα ήταν άσχημη ιδέα να συνδύαζα την περιποίησή της με κάποια μικρή απασχόληση στη χώρα. Η μητέρα μου, χάρηκε αφάνταστα όταν της ταχυδρόμησα την απόφασή μου. Ήταν φανερό ότι έτσι θα ανησυχούσε λιγότερο για την γιαγιά μου, με την οποία, η επικοινωνία ήταν τρομακτικά δύσκολη.
Από την άλλη, εγώ είχα παρατήσει τις σπουδές στη μέση, γιατί δεν είχα κέφι να συνεχίσω το Πολυτεχνείο σε έναν τόπο που ξαφνικά γέμισε με δοσίλογους. Ήταν κι εκείνα τα οπισθοδρομικά μουστάκια τους, που μου καθόντουσαν στον λαιμό…
Στην πραγματικότητα, αυτοεξορίστηκα στην Κύμνο, παρόλο που η γιαγιά μου επέμενε να επιστρέψω στην Αθήνα μόλις της ανακοίνωσα την απόφασή μου. Όταν ζήτησα να μάθω τον λόγο, απάντησε ότι δεν θα αντέξω τον άνεμο που ουρλιάζει δαιμονισμένα ολημερίς στα στενά καλντερίμια, τους συχνούς σεισμούς, την απουσία ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικά, την μοναξιά.
«Είσ’ είκοσ’ ιννιά χρονώ. Δε θα αντέϊξ’ς χωρίς τα θηλυκά. Να πας πίσω και να παντρευτείς. Άργησες, Μάρκο μ’… Άργησες…» είχε συμπληρώσει.
Δεν είχε άδικο, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτό που πραγματικά τσουρούφλιζε την ψυχή μου ήταν η ποίηση και όχι το γυναικείο κορμί. Υποσυνείδητα, είχα μεγαλύτερα σχέδια που αφορούσαν την παραμονή μου στο νησί. Ο βαθύτερος λόγος που έμεινα ήταν για να γράψω. Για να εξασκήσω το τάλαντο του παππού, όπως το έλεγε η μητέρα μου και δεν είχε άδικο, καθώς ο πατέρας της υπήρξε σημαντικός ποιητής.
Ο παππούς μου, ο Μάρκος ο Γιάμμος, έφυγε από τη ζωή πριν από είκοσι πέντε χρόνια, δηλαδή το ‘44, που τον εκτέλεσαν οι ναζί για τα αριστερά του φρονήματα. Τότε ήμουν μόνο τεσσάρων. Ομολογουμένως, ο παππούς είχε μεγάλο ταλέντο στην ποίηση, παρόλο που εγώ, ως εραστής του νεοσυμβολισμού, θεωρούσα τις ποιητικές του συλλογές παρωχημένες λόγω του έντονου παρνασσισμού τους.
Ο παππούς γεννήθηκε το 1879 και, όπως όλοι οι νέοι της εποχής εκείνης ασχολήθηκε με την κτηνοτροφία, μην έχοντας άλλη επιλογή. Και, παρόλο που τελείωσε μόνο τις τέσσερις διαθέσιμες τάξεις του δημοτικού της Κύμνου, διάβαζε ό,τι έβρισκε μπροστά του. Και μια μέρα, στα είκοσι δύο του, παρ’ όλο που ήταν λογοδοσμένος με την όμορφη Αφρούλα –τη γιαγιά μου–, πούλησε όσες γίδες του είχε αφήσει ο πατέρας του και πήγε στην Ερμούπολη, όπου σπούδασε εσωτερικός στο φημισμένο ελληνοαμερικανικό λύκειο του Χρήστου Ευαγγελίδη.
Πήρε υποτροφία από την πρώτη χρονιά και έμεινε στο λύκειο δύο χρόνια επιπλέον. Εκεί γνωρίστηκε με τον Βικέλα, τον Σουρή και τον Ροίδη. Το 1911 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου έστειλε γράμμα στην Κύμνο, για να πάει η αρραβωνιαστικιά του να τον βρει ώστε να την παντρευτεί. Έτσι κι έγινε. Στην Αθήνα γεννήθηκε η Αλκμήνη, δηλαδή η μητέρα μου. Μετά την εκτέλεση του παππού μου, η γιαγιά επέστρεψε πίσω στο νησί.
Στις μέρες μας, η Κύμνος έχει ερημώσει, καθώς όλοι οι νέοι έχουν μετακομίσει στην Αθήνα ή σε μεγαλύτερα νησιά, όπου υπάρχουν οι σύγχρονες ανέσεις. Παρ’ όλα αυτά, εγώ επέλεξα να μείνω, κι ο χειμώνας έκανε τη μοναξιά μου ακόμη πιο μεγάλη, κι οι σκυθρωποί και αμίλητοι ντόπιοι, που στην πλειοψηφία τους ήταν ηλικιωμένες γυναίκες όπως η γιαγιά μου, με ωθούσαν όλο και περισσότερο στην παραξενιά και την απομόνωση.
Είχα αρχίσει να εξοικειώνομαι με τον λυσσαλέο άνεμο που σήκωνε κίτρινα σύννεφα σκόνης στο πέρασμά του, όπως και τους μικροσεισμούς, που ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Βέβαια, αυτό το γνώριζα από παιδί, όπως επίσης και από τις άπειρες αναφορές της μητέρας μου για τις διάφορες καταστροφές που είχαν προκαλέσει οι σεισμοί στο νησί.
Θυμάμαι ότι είχε πιάσει ο Νοέμβρης, κι εγώ δεν είχα πλέον την παραμικρή διάθεση να κάνω τη δουλειά του χαμάλη στη χώρα, όπου ξεφόρτωναν κάθε πρωί τα ψαροκάικα ή το φέριμποτ, που περνούσε μια φορά την εβδομάδα. Εξυπακούεται ότι βοηθούσα τη γιαγιά σε όλες τις καθημερινές της αγγαρείες, και είχα αναλάβει αποκλειστικά το άρμεγμα των ζωντανών. Επίσης, κουβαλούσα το πόσιμο νερό από την όμορφη κρήνη του χωριού με τα δύο αντικριστά περιστέρια και την βυζαντινή επιγραφή «ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ». Καθάριζα το κοτέτσι και περιποιούμουν τον μικρό κήπο πίσω από το σπίτι. Καθώς είμαι ολιγαρκής άνθρωπος, βολευόμουν μ’ ένα ξεροκόμματο, βουτηγμένο στο γίδινο γάλα το πρωί, κι ένα πιάτο φαί το μεσημέρι.
Στην αρχή απογοητεύτηκα, γιατί κατάλαβα ότι η Κύμνος δεν ήταν η πηγή έμπνευσης που αναζητούσα. Χωρίς τους χίπις, όλα έμοιαζαν νεκρά. Ήταν λες και πέθανε το πρωί ο ένας από τους δύο εραστές που πλάγιασαν για πρώτη φορά το προηγούμενο βράδυ. Ο γκρίζος χειμώνας, σε αντίθεση με το χρυσό καλοκαίρι και τα όνειρα που είχα ζήσει με τα ανέμελα παιδιά, με φόρτιζε με μια πρωτόγνωρη θλίψη.
Βαρύθυμος, μ’ ένα τετράδιο στο χέρι, διάβαινα τα στενά σοκάκια του χωριού, καθώς οι ψηλές, ξύλινες πόρτες φαινόντουσαν έτοιμες ν’ ανοίξουν και να με καταβροχθίσουν, ενώ τα αλλόκοτα ρόπτρα σε σχήμα παλάμης, έμοιαζαν να ζωντανεύουν, έτοιμα ν’ αρπάξουν το δικό μου χέρι και να το σφίξουν ανελέητα ανάμεσα στα μεταλλικά τους δάχτυλα. Τα ξύλινα παραθυρόφυλλα ήταν μονίμως κλειστά και οι λιγοστοί, ηλικιωμένοι κάτοικοι που είχαν απομείνει στα Αιγομάγκανα, παρατηρούσαν το δρόμο ταμπουρωμένοι πίσω από τις γρίλιες. Ήταν εμφανές ότι με απέφευγαν, αλλά κι εγώ, από την πλευρά μου, δεν είχα κανέναν καημό να δημιουργήσω παρτίδες μαζί τους.
Τις περισσότερες φορές, τα πόδια μου με έφερναν στον ναίσκο του Αγίου Ερμόλαου, όπου βρισκόταν και η κεντρική βρύση απ’ όπου γέμιζα τις στάμνες. Το εκκλησάκι έμοιαζε παντελώς έρημο και δεν είχα δει κανέναν να μπαινοβγαίνει, πέρα από έναν υπερήλικα καντηλανάφτη, τον Γιάκο, που, απ’ ό,τι είχα συμπεράνει από τον τρόπο που ένευε και τις ακατάληπτες φράσεις που ξεστόμιζε μονάχος του, μάλλον τα είχε ολότελα χαμένα.
Τα μοναδικά ποιήματα που κατάφερα να σκαρώσω τον Νοέμβρη ήταν τρία σονέτα rime incrociate, από τα οποία δεν έμεινα ευχαριστημένος, καθώς και δύο μικρά πεζά, περισσότερο επηρεασμένος από τον Ουράνη και τους νεοσυμβολιστές, παρά από τα δικά μου βιώματα.
Τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη, απηυδισμένος από την θλιβερή μονοτονία του χωριού, άρχισα ν’ απομακρύνομαι σχεδόν καθημερινά και να επισκέπτομαι τις φωλιές των χίπηδων που απείχαν μόλις δέκα πέντε λεπτά με τα πόδια. Επιθυμούσα διακαώς να γράψω για ‘κείνους τους αισιόδοξους νέους και τα τραγούδια τους, γιατί πίστευα ότι αυτό ήταν ένα πολύ δυνατό θέμα για να εμπνευστεί κανείς τον καιρό των συνταγματαρχών.
Βέβαια, το μεγαλείο της τέχνης μου θα ξεδιπλωνόταν μονάχα αν κατάφερνα να αποκρύψω περίτεχνα τα νοήματα της ελευθερίας και της ειρήνης, από τα οποία θα έβριθαν τα ποιήματα που σχεδίαζα, έτσι ώστε να περάσουν απαρατήρητα κάτω από τα λεπτά μουστάκια των ταγματασφαλιτών.
Τις σπηλιές, που οι ντόπιοι αποκαλούσαν «κατσικότρυπες», τις είχα εξερευνήσει όταν ήμουν παιδί, όταν ερχόμασταν με τη μητέρα μου στα μέσα της δεκαετίας του ’50, για να δούμε τη γιαγιά και να κάνουμε τα μπάνια μας. Επρόκειτο για βαθιές τρύπες, όπου κούρνιαζαν οι κατσίκες τον χειμώνα καθώς τις χρησιμοποιούσαν οι ντόπιοι βοσκοί για προσωρινό κατάλυμα.
Η αλήθεια είναι ότι κάθε παιδική ανάμνηση σε σχέση με τις σπηλιές, ήταν συνυφασμένη με την μυρωδιά των περιττωμάτων των αιγοπροβάτων. Μόνο που τώρα, η κατάσταση είχε βελτιωθεί αρκετά. Οι χίπις είχαν καθαρίσει τις περισσότερες σπηλιές, αφήνοντας ως μοναδικά ενθύμια ξεραμένα στεφάνια λουλουδιών, λιωμένα κεριά επάνω σε πέτρες και άδειες φιάλες κρασιού.
Οι τρύπες των βράχων με υποδέχτηκαν όπως οι κάτοικοί τους το καλοκαίρι. Με ζέσταναν, καθώς ο παγωμένος γραίγος πολιορκούσε το νησί. Πολλές φορές, άναβα και μια μικρή φωτίτσα στις σπηλιές, μόνο και μόνο για να νιώσω την παράξενη θαλπωρή των καλοκαιρινών αναμνήσεων αναμεμειγμένη μ’ εκείνη του ανέμου.
Ώσπου, κάποιο απόγευμα, ενώ ρέμβαζα σε μια σπηλιά που είχα συμπαθήσει περισσότερο από τις υπόλοιπες, ταρακουνήθηκα βάναυσα εξαιτίας μιας σεισμικής δόνησης, που μου φάνηκε ισχυρότερη από όλες όσες είχα βιώσει μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Τότε ήταν που ανακάλυψα την μικρή κρύπτη. Μόλις σείστηκε η γη, ένα ακανόνιστο κομμάτι βράχου αποκολλήθηκε από τη βάση ενός σταλαγμίτη. Μου έκανε εντύπωση το γεγονός, κι έσκυψα να δω καλύτερα. Πίσω από το λεπτό, πέτρινο καπάκι φανερώθηκε ένας κρυφός χώρος που περιείχε ένα χάρτινο κουτί παπουτσιών, γεμάτο με αποξηραμένα μανιτάρια.
Ήξερα καλά τι ήταν εκείνα τα καφετιά πράγματα, παρόλο που φοβήθηκα να τα δοκιμάσω το καλοκαίρι. Επρόκειτο για τα σταφύλια που έβγαζαν το μαγικό κρασί των χίπηδων. Τα έβραζαν κι έπιναν το ζουμί τους για να ταξιδέψουν στο επέκεινα.
Στο ίδιο κουτί ανακάλυψα κι ένα νόμισμα, τόσο παλιό και φθαρμένο, που σίγουρα η θέση που του άρμοζε ήταν σε προθήκη κάποιου μουσείου. Το πάλαι ποτέ, κυκλικό του σχήμα, είχε αλλοιωθεί από το πέρασμα των αιώνων κι είχε αποκτήσει ελλειψοειδή μορφή. Έμοιαζε να είναι ασημένιο, αλλά δεν ήμουν σίγουρος, καθώς ήταν μαυριδερό, όπως το μολύβι. Το πήρα στα χέρια μου και άρχισα να το περιεργάζομαι. Στη μία του όψη απεικονιζόταν μια παράξενη, ανθρωπόμορφη φιγούρα με κεφάλι κόκορα που αντί για πόδια, διέθετε δύο χοντρά φίδια. Στη πίσω όψη, έγραφε κυκλικά, με ελληνικούς χαρακτήρες τις εξής ακατανόητες λέξεις: ΙΑΩ ΑΒΡΑΣΑΞ ΑΔΩΝ ΑΤΑ.
Έριξα το νόμισμα στην τσέπη μου, αλλά τα μανιτάρια τα άφησα στη θέση τους. Κίνησα αμέσως για το σπίτι της γιαγιάς, γύρω στις πέντε το απόγευμα, καθώς ο ήλιος έδυε πίσω από τους σκουριασμένους λόφους κι έπρεπε να προλάβω να γυρίσω στο χωριό πριν σκοτεινιάσει η πλάση και τσακιστώ στα κοφτερά βράχια του μονοπατιού.
Καλησπέρισα τη γιαγιά, που με υποδέχτηκε σκυθρωπή, μ’ ένα ζεστό πιάτο φαί.
«Έλα, έλα να φας να μη ζαλ’στείς και πέσεις απ’ τ’ν πείνα. Κουνήθ’καμε γερά πριν, ε; Φοβήθ’κες καθόλ’;».
Ένευσα σιωπηλά και κάθισα στο τραπέζι. Η αλήθεια είναι ότι αντιλαμβανόμουν καθημερινά πως η γιαγιά ήταν ενοχλημένη που περνούσα τον χειμώνα κοντά της, χωρίς να μπορώ να καταλάβω όμως την ακριβή αιτία.
«Τι καμ’ς ολ’ τ’ν μέρα σ’ κατσικότρυπες;» με ρώτησε ευθέως την ώρα που έτρωγα.
Δίστασα ν’ απαντήσω.
«Γράφω ποιήματα, γιαγιά. Ή μάλλον… προσπαθώ να γράψω» αποκρίθηκα έπειτα από λίγο, απογοητευμένος από τις αποτυχημένες μου προσπάθειες.
Εκείνη με κάρφωσε με τα σκούρα καστανά της μάτια που κάποτε έλαμπαν σαν δύο βόλους ιάσπη, αλλά τώρα παρατήρησα ότι είχαν πανιάσει. Παρ’ όλα αυτά, ανατρίχιασα, γιατί εκείνο το βλέμμα διαπέρασε την ψυχή μου.
«Μπα! Δεν το ‘ξευρα αυτό. Θες να μοιά’εις τον παππού σ’;»
«Ναι, γιαγιά. Δεν ξέρω αν θέλω να τον μοιάσω, αλλά εδώ και αρκετά χρόνια, καταπιάνομαι με την ποίηση. Διαβάζω πολύ και γράφω καθημερινά. Έχω μεγάλο πάθος…»
Εκείνη έστρεψε το κεφάλι της προς το παράθυρο και μειδίασε ευχαριστημένη, χωρίς να συνεχίσει την κουβέντα. Έπειτα, μου δήλωσε ευθέως ότι νύσταξε και αφού με καληνύχτισε, αποσύρθηκε στην κάμαρά της για να ξαπλώσει.
Εγώ, δεν είχα πολλές επιλογές για να περάσω την ώρα μου, παρά μόνο να βυθιστώ στα βιβλία που είχα φέρει μαζί μου και, αν το ‘φερνε η στιγμή, να σκαρώσω κανένα τετράστιχο. Σκαρφάλωσα στην ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο ανώι, όπου βρισκόταν το υπνοδωμάτιό μου, και αφού άναψα τη λάμπα πετρελαίου, ξάπλωσα στο κρεβάτι.
Παρ’ όλα αυτά, με διακατείχε μια ανησυχία που εξουδετέρωνε κάθε διάθεση για διάβασμα. Έχωσα το χέρι στη τσέπη κι έβγαλα τον μικροσκοπικό μου θησαυρό. Δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο παλιό ήταν εκείνο το νόμισμα και με ποιον τρόπο έφτασε στα χέρια του χίπη που το έκρυψε ανάμεσα στα μανιτάρια. Το παρατηρούσα προσεκτικά δίπλα στο λαμπόγυαλο, ενώ τα δάχτυλά μου έψαυαν την επιφάνειά του. Προσπαθούσα να μαντέψω τις ακατανόητες λέξεις, που μόνο για την μία είχα αόριστες υποψίες ότι μπορεί να αναφέρεται στον Άδωνι.
Καθώς το βλέμμα μου αρμένιζε στην ασβεστωμένη οροφή, παρατήρησα ότι κάτι είχε αλλάξει στον μικρό κοιτώνα μου. Είχε εμφανιστεί μια ρωγμή εκεί ψηλά, που αντιλήφθηκα αμέσως ότι προκλήθηκε από τον απογευματινό σεισμό. Επίσης, πρόσεξα ότι κάτι έλειπε.
Το εικόνισμα του Άι Γιώργη, που ήταν τοποθετημένο σε πλάγια θέση ανάμεσα στην οροφή και στον τοίχο, δεν βρισκόταν πλέον στη θέση του. Υπέθεσα ότι κατέρρευσε λόγω του σεισμού και φυσικά δεν έπεσα έξω. Ανασηκώθηκα λίγο και διέκρινα τη μία γωνία της εικόνας να ξεμυτίζει κάτω από το κρεβάτι μου.
Έσκυψα αμέσως να σηκώσω το εικόνισμα. Όμως, μόλις το πήρα στα χέρια μου, διαπίστωσα ότι ήταν πολύ διαφορετικό από εκείνο που είχα συνηθίσει ν’ ατενίζω τα βράδια στο χαμηλό φως της λάμπας. Η μορφή που απεικονιζόταν ήταν σκοτεινή και δυσδιάκριτη. Κοίταξα στην άλλη πλευρά και ανακουφίστηκα όταν αντίκρισα και πάλι την οικεία μορφή του Άι Γιώργη.
Δυνάμωσα τη λάμπα, ανεβάζοντας το φυτίλι όσο έπαιρνε, και πλησίασα την πίσω όψη στο φως. Η καπνισμένη μορφή, πέρα από ασύγκριτα αρχαία, μου φάνηκε πολύ παράξενη. Επρόκειτο για μια ψηλή και υπερβολικά αδύνατη φιγούρα, ντυμένη με πλουσιοπάροχα ενδύματα και κοσμήματα, στα χέρια και στο λαιμό, ζωγραφισμένη με αποχρώσεις της σκουριάς, του καπνισμένου χρυσού και του σκούρου πράσινου. Τα χέρια της μορφής ήταν ακίνητα στο πλάι και κατέληγαν σε μακριά δάχτυλα, διπλάσια από το κανονικό μέγεθος των ανθρώπινων δακτύλων, ενώ φαινόταν ολοκάθαρα πως είχαν τέσσερις κλειδώσεις αντί για δύο. Τα σχιστά, μικρά της μάτια, κίτρινα και λαμπερά, σαν μικροσκοπικά κάρβουνα, ήταν χωμένα σε δυο κατάμαυρες κόχες. Η μύτη της ήταν γαμψή και μακριά, κολλημένη πάνω σε ένα κοκαλιάρικο πρόσωπο με μακρύ και μυτερό πηγούνι. Στα κατάμαυρα χείλη της υπήρχε ένα αδιόρατο μειδίαμα. Σκούρα μαλλιά κύκλωναν εκείνο το ασκητικό πρόσωπο και εκτείνονταν αφύσικα προς τα άκρα της εικόνας, δίνοντας έτσι την εντύπωση ενός μαυριδερού φωτοστέφανου.
Τοποθέτησα και πάλι την εικόνα στη θέση της, αλλά δεν κατάφερα να κοιμηθώ, παρά μονάχα τα ξημερώματα, γιατί εκείνη η διαβολική μορφή με είχε συγκλονίσει. Πλέον, ένιωθα εντελώς άβολα με το αλλόκοτο εκείνο εικόνισμα από πάνω μου, και το πρώτο πράγμα που σκόπευα να κάνω το πρωί ήταν να ρωτήσω τη γιαγιά σχετικά με την εικόνα.
Την επόμενη μέρα ξύπνησα στις δέκα γιατί άργησα να κοιμηθώ εξαιτίας της ταραχής μου. Όταν αναζήτησα τη γιαγιά και δεν τη βρήκα στο σπίτι, διαπίστωσα ότι είχε καταπιαστεί με το πλύσιμο των ρούχων στην μικρή παράγκα που χρησιμοποιούσε για πλυσταριό. Αφού την καλημέρισα, μπήκα αμέσως στο ψητό.
«Γιαγιά, χθες με το σεισμό έπεσε το εικόνισμα τ’ Άι Γιώργη που βρίσκεται πάνω απ’ το κρεβάτι μου…»
Σταμάτησε ακαριαία το τρίψιμο στη σκάφη και με κοίταξε για δύο στιγμές, αλλά κατάλαβα ότι δεν είχε διάθεση να μου απαντήσει, γιατί κατέβασε το κεφάλι και συνέχισε τη δουλειά της.
«Γιαγιά, τι είν’ εκείνη η μορφή πίσω απ’ τον Άι Γιώργη;»
Αυτή τη φορά δεν σήκωσε το κεφάλι. Είπε μόνο διστακτικά και χαμηλόφωνα: «Προστασία απ’ τ’ Μόρα, τον Πνιγαλιά… Ο Άι Γιώργ’ς τόνε κρατεί μακριά…»
Θυμήθηκα αμέσως του όνομα του αρχαιοελληνικού δαίμονα, του Πνιγαλίωνα, για τον οποίο είχα διαβάσει στα Λαογραφήματα του Μιχαήλ Ψελλού. Ήταν ο δαίμονας που έπεφτε πάνω στο σώμα του κοιμώμενου και τον έπνιγε με τα μακριά δυνατά του δάχτυλα, τυλίγοντας τα γύρω από το λαιμό του.
Ηρέμησα αμέσως, γιατί κατανόησα ότι η εικόνα είχε εξορκιστικό χαρακτήρα. Ήταν, προφανώς, μια αρχαία τοπική συνήθεια, που αποσκοπούσε στην προστασία των κατοίκων από τους δαίμονες, πράγμα πολύ λογικό, αν σκεφτεί κανείς τους φόβους που γεννά ο κίνδυνος στις δυσπρόσιτες και αβοήθητες περιοχές, όπως η Κύμνος. Ικανοποιημένος από την απάντησή της, έφυγα βιαστικά για τις κατσικότρυπες.
Εκείνη την ημέρα έγραψα πραγματικά. Πήγα και πάλι στις σπηλιές και χώθηκα σ’ εκείνη που είχε αποκαλυφθεί η κρύπτη με το νόμισμα. Καθώς σιγόκαιγε η μικρή φωτιά που είχα ανάψει κοντά στην είσοδο της σπηλιάς, έβγαλα από την τσέπη του παλτού μου το τσαλακωμένο μου τετράδιο κι ακούμπησα τη μύτη του μολυβιού στο χαρτί. Δεν ήξερα τι να γράψω. Ένιωθα κενός. Ανίκανος. Γεμάτος δυσπιστία.
Ύστερα από λίγο όμως, σήκωσα το κεφάλι κι άρχισα ν’ αγναντεύω το πέλαγο, που έστεκε μαύρο κι αγριεμένο στον ορίζοντα. Η εικόνα της φουρτουνιασμένης θάλασσας, φιλτραρισμένη μέσα από τον λευκό καπνό της πύρινης εστίας, δημιουργούσε έναν εφιαλτικό πίνακα που άρχισε να ζωντανεύει και να γιγαντώνεται μπροστά μου στο μέγεθος της τεράστιας εικόνας που βλέπουν οι θεατές της πρώτης σειράς του σινεμά. Αδυνατώντας να δώσω εξήγηση, βρέθηκα ανάμεσα στα θεόρατα κύματα, περιτριγυρισμένος από λυσσασμένους λευκούς αφρούς. Τα τοιχώματα της σπηλιάς εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας και αντικαταστάθηκαν από υδάτινα τείχη, όπως εκείνα που αναφέρει ο Εδγάρδος Πόου στο εφιαλτικό του «Μάελστρομ».
Δεν φοβήθηκα. Δεν ένιωθα τον παραμικρό κίνδυνο γιατί είχα την επίγνωση ότι τα πόδια μου ακουμπούσαν στην πέτρα και ότι τα ρούχα μου ήταν στεγνά. Είχα την αίσθηση ότι κρατούσα μολύβι και τετράδιο, παρόλο που δεν ήταν πια ορατά, γιατί τα ονειρικά κύματα και οι παράξενοι αφροί είχαν κατακλύσει εξ ολοκλήρου τη συνείδησή μου. Το δεξί μου χέρι άρχισε να γράφει μόνο του, ανεξάρτητο από κάθε λογική σκέψη ή επιτήδευση. Καθώς τα τιτάνια κύματα με πολιορκούσαν περιμετρικά, έγραφα πυρετωδώς, αγνοώντας το περιεχόμενο.
Όταν τελείωσε το υδάτινο όραμα εκείνου του μεσημεριού και βρέθηκα με το τετράδιο ανοιχτό στα γόνατά μου και τη μύτη του μολυβιού να έχει σωθεί από το γράψιμο, τόλμησα να ρίξω μια ματιά στα κείμενα μπροστά μου. Κι ενώ ήμουν προετοιμασμένος ν’ αντικρίσω ασυναρτησίες, αυτό που είδα με κατέπληξε. Έμοιαζε με την αυτόματη γραφή που συμπαθούσαν ιδιαίτερα οι υπερρεαλιστές, αλλά εμπεριείχε λέξεις συνυφασμένες τόσο αρμονικά μεταξύ τους, που δημιουργούσαν ένα εξαιρετικά αισθητικό αποτέλεσμα. Δεν ήμουν εγώ, ο Μάρκος Ροδόπουλος, που είχε γράψει εκείνο το εξαίσιο πεζό ποίημα. Δεν είχα αναπτύξει ακόμη τέτοιες δεξιότητες και ελευθερία της έκφρασης. Ο πραγματικός δημιουργός ήταν το υποσυνείδητό μου, απαλλαγμένο από συμπλέγματα, νόρμες, εθιμοτυπίες και κανόνες γραφής. Το πιο παράξενο απ’ όλα, ήταν ότι κάτω από το ποίημα, υπέγραψα ως «Μάρκος Γιάμμος», δηλαδή με το επώνυμο του παππού μου και όχι με το δικό μου.
Στο διάστημα μίας εβδομάδας, ολοκλήρωσα ακόμη δώδεκα πεζά, της ίδιας ποιότητας και ομορφιάς. Πήγαινα καθημερινά στην ίδια σπηλιά και άναβα μια μικρή φωτιά στην είσοδο. Όλα άρχιζαν παρατηρώντας τη θάλασσα μέσα από τον καπνό της φωτιάς, και κατέληγαν σε διάφορα οράματα, διαφορετικά από εκείνο της πρώτης φοράς.
Υπήρξαν μέρες που ταξίδεψα σε σκοτεινά δάση και χόρεψα κυκλικούς χορούς, πιασμένος χέρι χέρι με γυμνόστηθες νύμφες και οπληφόρους σάτυρους, ενώ άλλες, βρέθηκα σε άγνωστες πολιτείες του παρελθόντος ή του μέλλοντος, να περπατώ σε δρόμους πλημμυρισμένους από εκατομμύρια αλλόκοτων ανθρωπόμορφων όντων. Όλα αυτά, ίσως φέρνουν στο μυαλό τις παραισθήσεις που δημιουργούν οι ναρκωτικές ουσίες όπως το όπιο ή τα μανιτάρια των χίπηδων, με τη διαφορά, ότι εγώ ουδέποτε δοκίμασα στη ζωή μου κάτι τέτοιο.
Όσο για το νόμισμα με τον κοκοροκέφαλο άνθρωπο και τις άγνωστες αρχαίες λέξεις, το κουβαλούσα πάντα στην τσέπη μου γιατί το θεωρούσα τυχερό, καθώς από την επόμενη μέρα της ανακάλυψής του, η εύνοια σε ότι αφορούσε τις δημιουργίες ήταν τεράστια. Όταν το άγγιζα με κατέκλυζε μια ανεξήγητη ευφορία που αναρωτήθηκα πολλές φορές αν το νόμισμα ήταν η αιτία των παράξενων οραμάτων μου.
Το πρωί της 22ης του Δεκέμβρη, η γιαγιά μου βάλθηκε να ψήνει διάφορα γλυκίσματα στον ξυλόφουρνο που ήταν χτισμένος κολλητά στο σπίτι. Θεώρησα ότι ετοιμαζόταν για τα Χριστούγεννα και όπως ήμουν συνηθισμένος από την μητέρα μου, την ρώτησα αν ετοιμάζει κουραμπιέδες ή μελομακάρονα. Η γιαγιά δεν απάντησε ευθέως, μόνο χαμογέλασε, και μου έδειξε την πρώτη φουρνιά που είχε βγάλει στο πανέρι. Ήταν χοντρές πλεξίδες μαλακού ψωμιού που έμοιαζαν με τσουρέκια. Έπειτα έπιασε ένα, το έσπασε στη μέση και μου έδωσε το μισό, ενώ η ίδια δάγκωσε το υπόλοιπο με τα σχεδόν ανύπαρκτα δόντια της.
Λίγο αργότερα, αφού άρμεξα τις κατσίκες, βρέθηκα στη σπηλιά μου να καταπιάνομαι μ’ ένα μεγάλο πεζό που είχα αρχίσει την προηγούμενη μέρα εν μέσω ενός πυρετικού οράματος που σχετιζόταν με τον ελεύθερο τρόπο ζωής μιας αρχέγονης φυλής του Αμαζονίου. Με διακατείχε μεγάλος ενθουσιασμός για την δημιουργία μου και όταν επιτέλους τελείωσε, υπέγραψα και πάλι περήφανα με τον ονοματεπώνυμο του παππού. Πλέον είχα την ακλόνητη σιγουριά ότι με το υλικό που είχα στο τετράδιό μου, ήμουν υποψήφιος για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Αποφάσισα μάλιστα, να εκδώσω τη συλλογή με ψευδόνυμο, που δεν ήταν άλλο από το «Μάρκος Γιάμμος».
Δεν ήμουν αιθεροβάμων. Γνώριζα πολύ καλά την δύναμη των ποιημάτων μου, όπως και το γίγνεσθαι των ποιητικών κύκλων και λογοτεχνικών λεσχών της Αθήνας. Την προηγούμενη χρονιά, ήμουν εντελώς ανίκανος να κονταροχτυπηθώ με τον Γιώργο τον Βαφόπουλο και τον Άθω Δημουλά, ενώ για την τρέχουσα, που έφτανε στο τέλος της, δεν προλάβαινα να εκδώσω τη συλλογή που βαστούσα στα χέρια μου. Για το ’70 όμως, δεν σκόπευα να χαρίσω τη νίκη στον Χρήστο Ρώμα, που οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί τον είχαν για φαβορί.
Επέστρεψα το απόγευμα στο σπίτι, ικανοποιημένος από τα κατορθώματα της ημέρας, και βυθίστηκα αμέσως στον ύπνο, γιατί το τσουχτερό κρύο στο οποίο τριγυρνούσα από το πρωί με υποχρέωσε να αναζητήσω την θαλπωρή του παπλώματος.
Μέσα στην άγρια νύχτα, ξημερώματα της 23ης του μήνα, δοκίμασα τον ισχυρότερο σεισμό από όλους όσους είχα βιώσει στο νησί. Πετάχτηκα επάνω αναστατωμένος, άναψα αμέσως τη λάμπα, που ευτυχώς διασώθηκε από το τράνταγμα, και κατέβηκα στο ισόγειο να δω αν η γιαγιά μου ήταν καλά.
Παρ’ όλο που το τζάκι ήταν ακόμη αναμμένο λόγω του έντονου ψύχους, διαπίστωσα έκπληκτος ότι η γιαγιά δεν βρισκόταν στο κρεβάτι της. Παρατήρησα ότι διάφορα άλλα αντικείμενα είχαν πέσει στο πάτωμα της κεντρικής σάλας, όπως για παράδειγμα τρία πιάτα και δύο ποτήρια, που είχαν γίνει θρύψαλα. Οι περισσότερες εικόνες των αγίων που ήταν τοποθετημένες στο περβάζι του τζακιού είχαν καταρρεύσει στο έδαφος. Έριξα μια ματιά στο παλιό ρολόι και διαπίστωσα ότι η ώρα ήταν μία και είκοσι.
Ανησύχησα για την γιαγιά μου και ευθύς, βγήκα έξω στην αυλή, όπου λυσσομανούσε ο αέρας, και κατευθύνθηκα προς το αποχωρητήριο για να δω μήπως γυναίκα βρισκόταν εκεί. Η ξύλινη καμπίνα όμως ήταν άδεια και δεν μπορούσα να φανταστώ πού αλλού θα μπορούσε να βρίσκεται η γιαγιά. Αφού έψαξα και στο πλυσταριό και δεν βρήκα κανέναν, επέστρεψα στο σπίτι.
Έριξα επάνω μου ένα βαρύ πανωφόρι κι έτρεξα έξω στα καλντερίμια αναζητώντας την ηλικιωμένη συγγενή μου, γιατί υπέθεσα ότι τρομοκρατήθηκε τόσο πολύ, ώστε βγήκε να αναζητήσει βοήθεια. Οι αλλόκοτες σκιές που γεννούσε η χλωμή πανσέληνος, σε συνδυασμό με τον αγέρα που ούρλιαζε και κόντευε με σηκώσει ψηλά, έκαναν την καρδιά μου να σκιρτά σε κάθε αφώτιστη γωνιά.
Κάποια στιγμή, προσπέρασα ένα ξύλινο παντζούρι που προφανέστατα είχε ανοίξει ο άνεμος. Είμαι αρκετά ψηλός άντρας, γύρω στο ένα και ενενήντα, και το ύψος του περβαζιού του παραθύρου έφτανε στο επίπεδο των ματιών μου. Όπως είναι φυσικό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου ματιού να μαγνητίζεται από το διαφορετικό και το φωτεινό, έστρεψα ασυναίσθητα το κεφάλι μου για να κοιτάξω στο εσωτερικό του φωτισμένου δωματίου. Για ένα χρονικό διάστημα, που δεν κράτησε πάνω από δύο ή τρία δευτερόλεπτα, η ματιά μου παγίδεψε μια εικόνα τόσο αλλόκοτη, που θα μείνει για πάντα βαθιά χαραγμένη στη μνήμη μου.
Είδα μια ηλικιωμένη, γυμνή γυναίκα με μακριά, γκρίζα μαλλιά, και υπερβολικά γερασμένο πρόσωπο, να λικνίζεται αργά, γελώντας με τρόπο δαιμονικό. Χώρια απ’ αυτό, πρόσεξα ότι στο κεφάλι της φορούσε ένα είδος κόκκινου καπέλου ή κράνους, σχηματισμένου με τέτοιο τρόπο, ώστε να θυμίζει έντονα το λειρί του κόκορα. Ο λαιμός της ήταν στολισμένος με καφετιά φτερά. Στο ένα της χέρι βαστούσε ένα ξερό κλαρί δέντρου, ενώ στο άλλο, μια δερμάτινη ασπίδα.
Προσπέρασα το παράθυρο και κοντοστάθηκα ασθμαίνοντας λίγα μέτρα παραπέρα, για ν’ ακουμπήσω τη πλάτη μου στο λίθινο τοίχο του σπιτιού. Αδυνατούσα να πιστέψω ότι είχα αντικρίσει πραγματικά εκείνη τη σκηνή. Υπέθεσα ότι είχα ζαλιστεί από τον άνεμο και ότι η αντίληψή μου είχε διαταραχτεί σε μεγάλο βαθμό από τον πανικό που μου προκάλεσε ο σεισμός και η ταυτόχρονη απουσία της γιαγιάς μου. Ήμουν σίγουρος ότι όλα αυτά, σε συνδυασμό με την μορφή στο παράξενο νόμισμα, που είχα ακόμη στην τσέπη, μου δημιούργησαν παραισθήσεις.
Προσπάθησα να λογικευτώ και να πείσω τον εαυτό μου ότι η γριά δεν ήταν παρά μια τρελή, ή ακόμα και μεθυσμένη. Βαθύτερα μέσα μου όμως, είχα τη σιγουριά ότι δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Η εμφάνιση και η έκφρασή της, ήταν διαποτισμένη από μια ξεκάθαρη διάθεση συνειδητής βλασφημίας. Ο χαρακτηρισμός που της ταίριαζε περισσότερο ήταν μάγισσα, παρά τρελή ή μεθυσμένη. Μια μάγισσα, που επικαλούταν κάποια σκοτεινή δύναμη.
Καινούρια κύματα ρίγους με πλημμύρισαν καθώς αναλογιζόμουν ότι στις μέρες μας θα μπορούσαν να υπάρχουν άνθρωποι που επιδίδονταν σ’ αυτές τις σκοτεινές τέχνες της αρχαιότητας. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα, βρήκα το κουράγιο να επιστρέψω πίσω στο παράθυρο και να κρυφοκοιτάξω με μεγαλύτερη ψυχραιμία. Μάλιστα, τοποθέτησα έναν τσιμεντόλιθο που βρισκόταν πεταγμένος στην άκρη του καλντεριμιού και ανασηκώθηκα στις μύτες των ποδιών, έτσι ώστε να παρατηρήσω καλύτερα το εσωτερικό του δωματίου.
Η γυναίκα δεν ήταν μόνη της. Στο κεχριμπαρένιο φως του τζακιού, που έκαιγε διάπυρο, διέκρινα ακόμα έξι ηλικιωμένες γυναίκες, ξαπλωμένες στο πάτωμα. Ήταν επίσης ολόγυμνες και σχημάτιζαν έναν κύκλο με τα γερασμένα κορμιά τους, καθώς οι παλάμες της μιας αγκάλιαζαν τις πατούσες της άλλης. Στο δάπεδο ήταν τοποθετημένες δύο στοίβες με τρόφιμα, κυρίως ψωμιά σε σχήμα πλεξίδας, αποξηραμένα φρούτα και φιάλες με κρασί.
Παρατηρούσα ενεός τη σκηνή, σχεδόν υπνωτισμένος, όπως ακριβώς κρυφοκοιτούσε ο αγαθός γερο-Παρθένης τις γυμνές γυναίκες στις «Μάγισσες» του Παπαδιαμάντη, ώσπου μου ήρθαν αυτούσια στο μυαλό τα λόγια του μέγιστου των Ελληνικών γραμμάτων: «Ἱκέτευον τὴν ὑπέρπλωον, τὴν ὑπέρῳον ἀργυρᾶν Σελήνην, τὴν ἱκέτευον καὶ τὴν ἐξελιπάρουν αὐτήν, νὰ κατέλθῃ χαμηλότερα, νὰ συγκαταβῇ εἰς τὴν ἀδυναμίαν των, ν᾽ ἀκούσῃ τὰς ἐπῳδάς των, νὰ ἐκπληρώσῃ τὰς εὐχάς των…»
Αναρωτήθηκα όπως ο ήρωας του διηγήματος, ποιον ή ποια επικαλούνταν και μελετούσαν εκείνες οι γριές. Άραγε την μητέρα των μαγισσών, την Εκάτη, ή κάποια άλλη, άγνωστη δύναμη; Τι είδους επωδές χρησιμοποιούσαν;
Καθώς τις παρακολουθούσα για τρία ή τέσσερα λεπτά, συνειδητοποίησα ότι οι γριές στο πάτωμα δεν ήταν ακίνητες, όπως νόμιζα στην αρχή. Σερνόντουσαν βασανιστικά αργά, όπως τα φίδια, ακουμπώντας τις κοιλιές τους στα σανίδια. Τα πρόσωπά τους ξεχώριζαν με δυσκολία ανάμεσα στις σκιές του τζακιού και δεν μπορούσα να ξεχωρίσω κάποια φυσιογνωμία.
Όμως, η το πιο αλλόκοτο πράγμα δεν το είχα δει ακόμη. Στον αέρα, πάνω από το κεφάλι της όρθιας μάγισσας, σχηματίστηκε άξαφνα ένας ομιχλώδης και ιριδίζον στρόβιλος, που πλάτυνε τόσο, ώστε να αγκαλιάσει και τις επτά γυναίκες σαν πολύχρωμος, κωνικός πέπλος. Ήταν ένα θέαμα ολότελα υπερφυσικό, που ξεπερνούσε κάθε λογική. Αμέσως, οι μάγισσες σηκώθηκαν στα γόνατα και άρχισαν να μπουσουλάνε για μερικά λεπτά όπως τα βρέφη, ενώ, έπειτα από λίγο σηκώθηκαν όρθιες, χορεύοντας έναν αργόσυρτο, υπνωτιστικό χορό.
Θυμήθηκα αμέσως τον χορό εκείνο. Ήταν αυτός που χόρευα κι εγώ μαζί με τις νύμφες και τους Σειληνούς στα δάση του Πάνα, όταν έπεφτα σε βαθιά έκσταση κι έγραφα τα ποιήματά μου στη σπηλιά. Οι ηλικιωμένες γυναίκες, καθώς χόρευαν, έψαλαν τόσο δυνατά που μπορούσα ν’ άκουσα αμυδρά τα λόγια τους, παρά το κρύσταλλο του παραθύρου και τον λυσσασμένο άνεμο:
Α-βρα-σάξ, ἔλθε μοι καὶ νῦν,
χαλέπαν δὲ λῦσον ἐκ μερίμναν,
ὄσσα δέ μοι τέλεσσαι
θῦμος ἰμέρρει, τέλεσον, σὺ δ᾽ αὔτα
σύμμαχος ἔσσο, Α-βρα-ξάς…
Αναγνώρισα αμέσως τη στροφή του Α΄ χορικού άσματος της αγαπημένης μου Σαπφούς, με τη διαφορά ότι ήταν ελάχιστα τροποποιημένο. Όταν παρατήρησα ότι στο πάτωμα ήταν γραμμένες οι λέξεις «ΒΡΣΞ» και «ΤΞΕ» με τεράστιους χαρακτήρες από πράσινη μπογιά, συνειδητοποίησα τα πάντα. Η θεότητα που ήταν χαραγμένη στο νόμισμά μου ήταν ο Αβρασάξ και όχι ο Άδωνις, όπως εσφαλμένα νόμιζα. Τότε κατανόησα τον χαρακτήρα της έρπουσας κίνησης των γυναικών της σύναξης. Είχαν το ρόλο του φιδιού, καθώς αποτελούσαν συμβολικά τα ερπετοειδή πόδια της όρθιας μάγισσας που υποδυόταν τον Αβρασάξ.
Μόλις διαλύθηκε η ομίχλη κι αναγνώρισα το πρόσωπο της γιαγιάς μου, έχασα την ισορροπία μου και κατέρρευσα στο χώμα εμβρόντητος. Κατάφερα να σηκωθώ μετά βίας γιατί τα γόνατά μου έτρεμαν από τη σαστιμάρα, ενώ το στομάχι μου είχε πετρώσει. Γεμάτος αηδία και τρόμο, απομακρύνθηκα από εκείνο το σπίτι κι άρχισα να τρέχω ανάμεσα στα στενά σαν ηλίθιος, χάνοντας συνεχώς τον προσανατολισμό μου όπως ένας ποντικός σε λαβύρινθο.
Επέστρεψα στο σπίτι της γιαγιάς, που ήταν βυθισμένο στη σιωπή. Στο φως του τζακιού, που ευτυχώς έκαιγε ακόμη, άρχισα να παρατηρώ τα εικονίσματα που ο σεισμός είχε ρίξει από το περβάζι. Το ένστικτό μου με οδήγησε να σηκώσω μια εικόνα και να ρίξω μια ματιά στην πίσω πλευρά. Όπως το περίμενα, υπήρχε κάτι εκεί, όπως και στην εικόνα του δωματίου μου. Κάτι, τόσο σκοτεινό, όσο κι η μορφή του Πνιγαλίωνα. Έριξα μια γρήγορη ματιά και στις πίσω όψεις των υπολοίπων εικόνων. Σε όλες υπήρχαν και δεύτερες μορφές.
Οι εικονογραφίες ήταν παμπάλαιες και υπερβολικά σκοτεινές, μιας τεχνοτροπίας εντελώς διαφορετικής από εκείνης του Βυζαντίου. Διέκρινα φρικτές μορφές, με χαρακτηριστικά ακόμη πιο ασκητικά και πολύ μελαψότερα από εκείνα των αγίων της κύριας πλευράς. Πρόστυχες φιγούρες με χυδαία στολίδια από χρυσό και πετράδια, τα οποία αντιστάθμιζαν την ασκήμια των προσώπων τους, κάνοντας έτσι υποφερτή την θέα των θεοσκότεινων βαθουλωμάτων που είχαν στη θέση των ματιών. Μορφές με κατάμαυρα μαλλιά, που κύκλωναν τα γωνιώδη κρανία τους και εκτεινόντουσαν για αρκετά εκατοστά πέρα από το σκούρο δέρμα.
Ανακάλυψα τελευταία την πίσω όψη που απεικόνιζε την ανθρωπόμορφη θεότητα στο νόμισμα. Φορούσε έναν κουρελιασμένο βυσσινί χιτώνα και είχε κεφάλι πτηνού με ράμφος ανοιχτό στο πλάι. Στο αριστερό της χέρι κράδαινε μια βέργα που την κουνούσε απειλητικά στον αέρα ενώ στο δεξί, κρατούσε μια κακοφτιαγμένη ασπίδα. Τα πόδια του κατέληγαν σε κουλούρες φιδιών που γέμιζαν όλο το κάτω μέρος της κορνίζας.
Πλέον γνώριζα ένα καλά κρυμμένο μυστικό των Αιγομάγκανων και μπορούσα να δικαιολογήσω την συμπεριφορά της γιαγιάς μου και τον λόγο για τον οποίο δεν ήθελε να μείνω στο νησί. Όλα είχαν δύο όψεις στα Αιγομάγκανα: οι εικόνες των αγίων, οι άνθρωποι, ακόμη και η αραχνιασμένη εκκλησία του χωριού. Τώρα μπορούσα να αντιληφθώ για ποιο λόγο ο ναός ήταν τις περισσότερες φορές σφαλιστός. Το γεγονός ότι δεν άκουσα ποτέ την καμπάνα να χτυπά τις Κυριακές, σίγουρα δεν οφειλόταν στο ότι δεν υπήρχε διαθέσιμος ιερέας, όπως ισχυριζόταν η γιαγιά μου. Και η πιο τρομακτική συνειδητοποίηση ήταν ότι οι εικόνες δεν είχαν εξορκιστικό ή αποτρεπτικό ρόλο, όπως ήθελε να πιστεύω η γιαγιά μου. Η βασική πλευρά τους απεικόνιζε τις αρχαίες σκοτεινές θεότητες ή δαίμονες. Η δευτερεύουσα, βυζαντινή όψη με τους αγίους δεν ήταν παρά ένα προπέτασμα, μία παραπλανητική βιτρίνα για τους παρείσακτους, όπως εγώ.
Είχα πάρει την απόφαση να εγκαταλείψω το νησί σε τρεις μέρες, όταν θα περνούσε ξανά το φέριμποτ από τη χώρα. Μέχρι τότε όμως, θα ήμουν αναγκασμένος να κατοικώ στο ίδιο σπίτι με τη γιαγιά μου. Ήμουν σίγουρος ότι δεν ήθελε το κακό μου, κι ούτε είχα κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα με τις νυχτερινές της ενασχολήσεις και τα θρησκευτικά ή μαγικά της πιστεύω, αλλά μετά τη θέαση του γυμνού κορμιού της στην σύναξη, είχα νιώσει τέτοια ντροπή, που δεν ήμουν σίγουρος ότι θα άντεχα να την αντικρίζω καθημερινά.
Αφού τοποθέτησα τις εικόνες των αγίων πίσω στο τζάκι, άρπαξα τη λάμπα κι ανέβηκα στο δωμάτιό μου με μια πικρή γεύση στον ουρανίσκο. Διαπίστωσα ότι η εικόνα του Άι Γιώργη είχε πέσει και πάλι, αλλά αυτή τη φορά δεν την τοποθέτησα στη θέση της. Δεν είχα το κουράγιο. Έτρεμα από το κρύο. Έσβησα τη λάμπα και χώθηκα με τα ρούχα ανάμεσα στα μάλλινα σκεπάσματα, περιμένοντας τη γιαγιά μου.
Δεν άργησε να επιστρέψει. Ήμουν έτοιμος να κατεβώ και ν’ αρχίσω τις ερωτήσεις και τις επικρίσεις, αλλά συγκρατήθηκα, διότι γνώριζα ότι μια τέτοιους είδους άτυπη ανάκριση θα ήταν εντελώς ανόητη. Αν η γιαγιά μου ανήκε σε μια αρχαία παγανιστική ή δαιμονική λατρεία εδώ και πολλά χρόνια, τι νόημα θα είχαν οι ερωτήσεις μου; Βέβαια, το εντυπωσιακό ήταν ότι η γιαγιά μου συμμετείχε ενεργά στις συνάξεις, στα ενενήντα της. Το ίδιο εντυπωσιακό ήταν ότι η μητέρα μου, δεν είχε αναφέρει ποτέ τίποτε για όλα αυτά.
«Μάρκο, κοιμάσαι;» άκουσα τη φωνή της γιαγιάς κάτω από την τετράγωνη τρύπα που οδηγούσε στο ανώι. Οι τρίχες του κορμιού μου ορθώθηκαν σαν άγουρα στάχια. Δεν ήξερα τι ν’ απαντήσω. Θα μπορούσα να προσποιηθώ ότι κοιμόμουν, αλλά δεν το έκανα. Ο φόβος και η περιέργεια μού ροκάνιζαν την ψυχή. Ήμουν σίγουρος ότι η γιαγιά είχε παρατηρήσει τις λάθος θέσεις των εικόνων στο τζάκι και ήθελε να με ρωτήσει σχετικά.
«Όχι, γιαγιά» απάντησα με πνιγμένη φωνή. «Τι θέλεις;»
«Θέλω να κατ’βείς να σ’ εξηγήσω κάποια πράματα. Το ξέρω οτ’ μας είδες. Μου το ‘πε ο Γιάκος, που περνούσε από ‘κει και σ’ είδε γατσωμένον στο παραθύρ’» απάντησε, κάνοντάς με να σαστίσω.
Κατέβηκα με πεσμένα τα μούτρα, χωρίς να έχω τη δύναμη να την αντικρίσω. Αντί να ντρέπεται εκείνη, εγώ ήμουν εκείνος που ένιωθε απερίγραπτη ντροπή.
«Τι θέλεις να μου εξηγήσεις, γιαγιά;» ρώτησα κοιτώντας το ξύλινο δάπεδο.
«Όσα είδες απόψε, βάστα τα μονάχα για σένα» είπε ψυχρά. «Η μάνα σ’ δεν πρεπ’ να μάθ’ τίπ’τα. Κατάλαβες;»
«Δεν ξέρει, δηλαδή;» ρώτησα και αναγκάστηκα να κοιτάξω προς το μέρος της. Ήταν σκεπασμένη με μια πορφυρή, βαριά βελέντζα. Τα μάτια της άστραφταν σαν μαύρα πετράδια που αντανακλούσαν τις φλόγες του τζακιού. Έμοιαζε περισσότερο με καλικάντζαρο παρά με άνθρωπο.
«Οχ’. Κ’ ούτ’ χρειάζ’τ’ να μαθ’. Απόψε, εικοστρείς τ’ Δεκέμβρ’ ξημερώματα, ειν’ η μεγάλη γιορτή, τα Λαρεντάλια. Άμα πεφτ’ πανσέληνος, όπως απόψε, είν’ η τρανύτερη γιορτή. Δεν μπορούσα να λείπω εγώ. Αν δεν ήσ’ν εσύ ανάμεσ’ μας τώρα, θα τ’ γιορτάζαμε ουλ μαζί οι χωριανοί, έξω, στ’ σπηλιές, εκεί π’ ήρθαν οι φίλοι σ’ και τσ’ μαγάρσαν. Αλλά ουλ φοβήθ’καν μη μας μαρτυρή’εις και γιορτάσαμε μες τα σπίτια…»
Η αλήθεια είναι ότι γνώριζα για τα περιβόητα Ρωμαϊκά Λαρεντάλια και τον οργιαστικό τους χαρακτήρα, που αρχικά εξυμνούσε τις θεότητες της γονιμότητας και της υγείας, αλλά αργότερα έγινε συνώνυμο της ακολασίας. Ήταν αδύνατο όμως να φανταστώ ότι μια τόσο αρχαία γιορτή είχε επιβιώσει μέχρι τις μέρες μας.
«Και ο Αβρασάξ; Τι ρόλο παίζει σε όλα αυτά;» έκανα τον έξυπνο.
«Στα Αιγομάγκανα, ετούτος είν’ ο θεός μας. Σκοτάδ’ και φως μαζί. Κόλασ’ και παράδεισος. Ζωή και θάνατος. Δεν μπορείς να τα χωρί’εις αυτά τα δυο…»
«Μόνο στα Αιγομάγκανα τον λατρεύετε; Όχι σε όλο το νησί;»
«Στ’ χώρα οι περισσότεροι είν’ χριστιανοί. Δεν έχ’νε σχέσ’ με μας. Εμείς εδώ έχομ’ άλλο αίμα…».
«Τι εννοείς, άλλο αίμα;»
«Είμαστε τα παιδιά των λεπρών π’ εξόρ’σε ο Ιουστινιανός από την Πόλη. Είμαστ’ εξόριστ’ ψυχοπλάν’…»
«Ψυχοπλάνοι;»
«Ναι, ετσ’ τους βάφ’τσαν τότε. Είπαν οτ’ πλανήθ’κε η ψυχή των προγόνων μας, γιατί μόλις έφτασαν στ’ Κύμνο, προσκύν’σαν τ’ν πέτριν’ στήλη του Αβρασάξ που βρήκαν εδώ. Έτσ’ μας αποκάλεσε ο επίσκοπος Νακωλείας: λεπρούς ψυχοπλάνους… Άλλα, μόλις ασπαστήκαμε τ’ νέα θεότητα, θεραπευτήκαμε. Κάναμε οικογένειες, γιατί δεν ήμασταν πλια λεπροί. Πέρα απ’ τ’ν υγεία όμως, η θεότητα μας χάρ’σε κι άλλα πράγματα. Μας δώρ’σε τσ’ τέχνες. Βγάλαμε πολλούς ζωγράφους, γλύπτες και ποιητές στο νησί… Εσύ κουβαλάς το αίμα τσ’ θεότητας, γι’ αυτό και πήρες το χάρ’σμα του παππού σ’…»
«Και γιατί δεν το είχε και η μάνα μου;»
«Το είχε… Την ψυχοπλάν’ όμως, κοντολογίς το τάλαντο, πρέπ’ πρώτα να τ’ βρεις και μετά να τ’ θρέψεις. Η μάνα σ’ δεν βρήκε ποτέ την ψυχοπλάν’ της. Δεν την κατάλαβε…»
Θυμήθηκα το νόμισμα. Το είχα ακόμη στην τσέπη μου.
«Αυτό το βρήκα σε μια σπηλιά» είπα και το απίθωσα στη χούφτα της. Εκείνη, αφού το κοίταξε καλά στις φλόγες του τζακιού, το φίλησε. Έπειτα μου το έδωσε πίσω.
«Αφού θέλ’σε ‘κείνος να το’ βρεις, πρέπ’ να το κρατήσεις. Σημαίν’ ότι βρήκες το σωστό τάλαντο. Αυτό που σου ταιριάζ’. Πήγαιν’ σ’ν Αθήνα να κάμ’ς θάματα. Ο κόσμος χρειάζεται τα ποιήματα σ’. Κι όπως είπαμε… Η μάνα σ’ δεν χρειάζεται να μάθ’ τίπ’τα. Γεννήθ’κε σ’ άλλο τόπο, και για να τήνε προστατέψω απ’ τ’ς χριστιανούς, αναγκάσ’κα να την εκάμω χριστιανή. Η Αλκμήν’ δεν ξέρ’ τίποτα για τ’ν θεότητα. Εσύ όμως ξέρ’ς. Το τάλαντο σ’ εξαρτάται πια απ’ το νόμισμα, επειδή σου το χάρ’σε εκείνος. Αν το κρατήσεις, θα εχ’ς επιτυχίες μέχρι τα γεράματα. Είν’ στο χέρι σ’ τι θα κάμ’ς».
Σαστισμένος από τις ανήκουστες πληροφορίες, έχωσα το νόμισμα στην τσέπη μου κι ανέβηκα στο δωμάτιό μου. Όταν ξάπλωσα στο κρεβάτι μου, μου φαινόντουσαν όλα όσα έζησα στο νησί σαν όνειρο. Τα ξενύχτια με τους χίπηδες• η έκσταση στην οποία έπεφτα όταν επισκεπτόμουν τη σπηλιά μου• τα ψυχεδελικά οράματα που έβλεπα καθώς έγραφα εκείνα τα απίστευτα ποιήματα, που σπάνια θα συναντούσε κανείς στην παγκόσμια λογοτεχνία• η ιριδίζουσα ομίχλη που σκέπαζε τις γυμνές ιέρειες του Αβρασάξ…
Λογική, παραίσθηση και υπερφυσικό είχαν γίνει ένα κουβάρι που ήταν αδύνατο να ξεμπλέξω στη συνείδησή μου. Για το μοναδικό πράγμα που ήμουν σίγουρος, ήταν ότι έπρεπε να φύγω άμεσα από τα Αιγομάγκανα. Αυτό ήταν το πρώτο που με συμβούλεψε το ένστικτό μου.
Τρεις μέρες αργότερα, μέσα στο καταχείμωνο, βρέθηκα στο φέριμποτ της γραμμής, ένα σαπιοκάραβο που έδινε την εντύπωση ότι θα βουλιάξει από στιγμή σε στιγμή. Βγήκα έξω στο αγιάζι για να θαυμάσω τα μαύρα κύματα του πελάγου, ενώ συλλογιζόμουν για πολλοστή φορά τα λεγόμενα της γιαγιάς μου. Παρατηρούσα την Κύμνο, που τώρα έμοιαζε με μια ομιχλώδη και παλλόμενη κηλίδα στον ορίζοντα, γνωρίζοντας ότι δεν επρόκειτο να ξαναπατήσω το πόδι μου εκεί. Όσο απομακρυνόμουν, τόσο περισσότερο δυσκολευόμουν να δεχτώ ότι το ταλέντο μου ξεδιπλώθηκε τόσο γρήγορα και σε υπερθετικό βαθμό μέσα στη σπηλιά.
Έβγαλα από την εσωτερική τσέπη του πανωφοριού μου το τετράδιο με τα ποιήματα, ενώ ο δυνατός αέρας πάσχιζε να μου το αρπάξει από τα χέρια. Γύρισα με δυσκολία τις σελίδες και διάβασα αποσπασματικά μερικές αράδες. Ήταν εξαιρετικά κομμάτια του λόγου• μοναδικά αραβουργήματα συνήχησης και ρίμας, αλλά… δεν ήταν πραγματικά δικά μου.
Έβαλα ένα στοίχημα με τον εαυτό μου εκείνη τη στιγμή: ότι κάποια μέρα θα έφτανα σε υψηλά επίπεδα της τέχνης χωρίς το νόμισμα• χωρίς την ψυχοπλάνη και τις ευλογίες του Αβρασάξ.
Τα δάχτυλά μου χώθηκαν βαθιά στην τσέπη του παντελονιού μου κι άγγιξαν το παγωμένο νόμισμα. Το τράβηξα έξω και το περιεργάστηκα με φόντο το απέραντο γαλάζιο. Ο κοκοροκέφαλος θεός βρισκόταν στη θέση του σηκώνοντας ψηλά τη βέργα του, κοιτώντας με νόημα.
Μ’ ένα απότομα τίναγμα του αντίχειρα, το νόμισμα εκσφενδονίστηκε μακριά και βυθίστηκε ανάμεσα στα πελώρια κύματα. Κατόπιν, σήκωσα το τετράδιο στον άνεμο κι άνοιξα τα δάχτυλά μου. Ο στρόβιλος του αγέρα το σήκωσε ψηλά, έπαιξε για λίγο μαζί του και το έριξε με φόρα δίπλα μου, στο νοτισμένο κατάστρωμα. Έσκυψα να το μαζέψω, θεωρώντας το γεγονός ως σημάδι ότι έπρεπε να κρατήσω τα ποίηματα. Δεν πρόλαβα όμως. Το αόρατο χέρι του ανέμου ήταν ταχύτερο από το δικό μου.