Lenore Corpse #1

//Lenore Corpse #1

Lenore Corpse #1

Κεφάλαιο Πρώτο

Περιπλανώμενη σε Ονειρικό Λιβάδι

 

Λενόρ Κόρπς…

Μισή Γαλλίδα και μισή Ελληνίδα, πανέμορφη, δυναμική, ευφυέστατη, καλλιτέχνης, μόλις είκοσι ετών και ψυχοπλάνος. Φυσικά το τελευταίο το ανακάλυψε από τύχη αλλά θα φτάσουμε κι εκεί.

Η Λενόρ ήταν πραγματικά κάτι το ιδιαίτερο: τα μαλλιά της τιρκουάζ με γαλάζιες ανταύγειες, είχε τατουάζ (εφτά αν θα θέλαμε να είμαστε ακριβείς) και πίρσινγκς (δεκατρία από αυτά) παντού, το δέρμα της ολόλευκο και το ντύσιμό της κυρίως στα μαύρα. Τρεφόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου με ζαχαρωτά και μπέργκερς, έπινε συνεχώς ενεργειακά ποτά και τσάγια, κάπνιζε μανιωδώς και ο πρώτος καφές της μέρας ήταν ελληνικός σκέτος, με μια κοφτή κουταλιά του γλυκού αλάτι, μόνο και μόνο για να την μπριζώσει –μην το δοκιμάσετε, θαρρώ είναι η μοναδική ύπαρξη στον κόσμο που πίνει αυτό το πράγμα και χαμογελάει. Η πίκρα αυτή της άνοιγε το μάτι, όπως έλεγε, για να δει την πίκρα του κόσμου γύρω της και για να την κρατήσει σε υπερένταση τις δεκαεννιά ώρες που έμενε ξύπνια κάθε μέρα. Δεκαεννιά ώρες εκ των οποίων οι εφτά ήταν πάντοτε στο στούντιο, οι πέντε διάβασμα, οι άλλες πέντε ρεμβασμός και οι δύο προπόνηση κικ μπόξινγκ στο γειτονικό ντότζο.

Ζούσε σε ένα μεγάλο διαμέρισμα που είχε αγοράσει με την ενηλικίωσή της, όπου ήταν ουσιαστικά ένας μεγάλος ενιαίος χώρος με βουνά από βιβλία, κόμικ, περιοδικά, βινύλια, δισκάκια, ταινίες και φυσικά το στούντιό της. Ναι, ήταν ζωγράφος και στην εποχή του διαδικτύου είχε γίνει διάσημη πολύ γρήγορα. Ζωγράφιζε από μωρό σχεδόν, οπότε στα δεκαπέντε της σκέφτηκε ότι δεν είχε να χάσει τίποτα να κάνει μια σελίδα και να ανεβάσει την δουλειά της. Και αυτό ήταν: απογείωση!

Εκθέσεις σε γκαλερί, συνεντεύξεις, σχέδιά και έργα της να φιγουράρουν σε τσάντες, μπλούζες, αφίσες, εξώφυλλα δίσκων, εξώφυλλα περιοδικών, τατουάζ, χρήματα να έρχονται στην αρχή διστακτικά κι έπειτα με την σέσουλα. Και μέσα σε πέντε χρόνια ο μύθος της είχε ήδη χτιστεί και η ίδια αν και στην αρχή είχε ενθουσιαστεί, δεν καταλάβαινε γιατί γινόταν όλος αυτός ο ντόρος, οπότε απλά βαρέθηκε και απομακρύνθηκε στο εν λόγω διαμέρισμα που ανάφερα άνωθεν.

Είμαι απλά ένα κορίτσι που ζωγραφίζει που να πάρει, γκρίνιαζε εκνευρισμένη όταν καμιά φορά άκουγε από πίσω της αγνώστους να την αναγνωρίζουν και να σχολιάζουν όλο θαυμασμό και ζήλια. Οπότε δεν πολυέβγαινε πια, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή όλη αυτή η τρέλα θα κοπάσει και θα συνεχίσουμε όλοι τις ζωές μας!

Είκοσι χρονών μόλις και δεν θα υπήρχε λόγος να ειπωθεί αυτή η ιστορία αν δεν συνέβαινε κάτι δραματικό στη ζωή της, κάποια κορύφωση άξια αναφοράς, αλλιώς θα μπορούσα απλά να φλυαρώ για το πόσο τέλεια είναι και για το πόσο υπέροχες είναι οι μελιές, στρογγυλές ματάρες της, που σχεδόν χρυσίζουν στο κατάλληλο φώς και χρωματισμένες από το κατάλληλο συναίσθημα.

Αχ, Λενόρ…

Εμ, συγχωρείστε με γι αυτό, αλλά την λατρεύω, θα προσπαθήσω να συνέλθω και να τα βάλω σε μια σειρά.

***

Είκοσι οχτώ Νοέμβρη, δύο μέρες μετά τα γενέθλιά της, στέκει πάνω από έναν τάφο και μία ομπρέλα αποτρέπει την καταρρακτώδη βροχή από το να την κάνει μούσκεμα. Όχι, δεν έχει πάει για έμπνευση, ο λάκκος χάσκει ανοιχτός εμπρός της κι εκείνη κλαίει.

Αντίο παππού… σιγοψιθυρίζει αποχαιρετώντας τον μόνο άνθρωπο που είχε στη ζωή της, πέρα από παροδικούς έρωτες και φίλους ελάχιστων εμφανίσεων. Αυτή, ο ιερέας και ο κυρ Μιχάλης με την κυρά Αγλαΐα, οι μόνοι παρόντες στα εξόδια του εκλιπόντος. Όταν η τελετή τελειώνει, οι γείτονες του και μόνοι φίλοι του παππού της, την ρωτάνε αν θα ήθελε να περάσει από το σπίτι για ένα καφεδάκι, μα εκείνη αρνείται. Ο κυρ Μιχάλης προσφέρεται να την πάει με το αμάξι μέχρι το σπίτι, μα εκείνη αρνείται και πάλι ευγενικά. Προτιμά να περπατήσει. Και να αποδεχτεί την παρούσα κατάσταση…

Ότι είναι ολομόναχη πια.

***

Επιστρέφει σπίτι και βγάζει τα ρούχα της. Μένει με ένα μαύρο εσώρουχο και ένα φανελάκι και δίχως να έχει όρεξη για το οτιδήποτε, βάζει νερό στον βραστήρα για να φτιάξει ένα τσάι. Κάθεται στο πάγκο και περιμένει να βράσει, χαμένη στις σκέψεις της και στις αναμνήσεις της.

Στέκει να κοιτά το κενό, με κοκκινισμένα μάτια και τα μάγουλά της νωπά από τα δάκρυα και την βροχή. Το κλάμα έχει ξεσπάσει από μέσα της και νιώθει για κάποιο περίεργο λόγο ανάλαφρη, λες και ένα πέπλο έφυγε από το κεφάλι της. Ένα αραχνοΰφαντο πέπλο μεν, αλλά ήταν σα να υπήρχε πάντα γύρω από το μυαλό της, αγκαλιάζοντάς το με κάποιο τρόπο και ενώ τόσα χρόνια της ήταν αόρατο σήμερα ένας αέρας είχε απλωθεί και μαζί με την απώλεια του παππού της χάθηκε και αυτό.

Απόρησε: τον λάτρευε τον παππού της, γιατί να νιώθει τέτοια διαύγεια και γαλήνη με την απώλειά του; Δεν την καταπίεζε, δεν την περιόριζε, δεν την είχε μαλώσει ποτέ, μα για κάποιο λόγο, αντί να τρέμει που ήταν μόνη της ένιωθε ελεύθερη. Απίστευτα ελεύθερη ενώ μια ζωή ήταν ελεύθερη…

Περίεργο… αναλογίζεται και το κουδουνάκι του βραστήρα την κάνει να τιναχτεί.

***

Κάμποση ώρα μετά την βρίσκουμε ξαπλωμένη στον καναπέ, με το κεφάλι της να χρησιμοποιεί σα μαξιλάρι το μπράτσο του επίπλου και με την κούπα τσάι στο ένα χέρι να ακουμπά στην κοιλιά της, ζεσταίνοντάς την γαλήνια, κάνοντάς την να νιώθει ανάλαφρη σαν πούπουλο και έτοιμη να γουργουρίσει σα γάτα. Στο άλλο της χέρι κρατά ένα πινέλο και παίζει στον αέρα. Το κεφάλι της έχει αδειάσει ακόμα και από αναμνήσεις τώρα και τα μάτια της απλά ακολουθούν τη πορεία των διάφανων γραμμών που χαράζει το πινέλο της· τα φαντάσματα χρώματος που αφήνουν στο κενό πίσω τους στον αέρα. Προσηλώνεται μόνο εκεί και είναι περίεργα χαλαρωτικό.

Μία ελαφριά ανατριχίλα στον σβέρκο…

…και ξαφνικά βλέπει χρώμα!

Σαστίζει και σταματά.

Μπα, θα είναι η ιδέα μου…

Μα όχι! Να, μια μωβ κορδέλα πέφτει από το ταβάνι! Αργά, νωχελικά και με το που ακουμπά στο έδαφος γίνεται μια λιμνούλα από μπογιά στο πάτωμα κι έπειτα εξαφανίζεται κι αυτή από τα μάτια της!

Αυτό είναι ενδιαφέρον! σκέφτηκε και έκατσε στο καναπέ κανονικά. Δαγκώνοντας την άκρη του κάτω χείλους της και πιέζοντας τα μάτια της για να βλέπει τις γραμμές-φάντασμα, αρχίζει να στροβιλίζει την μύτη του πινέλου της στο κέντρο του πατώματος, απλά κάνοντας στροφές και γραμμές. Το χρώμα άρχισε να εμφανίζεται, αλλά όχι κολλητά στην επιφάνεια του πατώματος, μα κάπου στον αέρα από πάνω της! Μπλε σκέφτηκε και το μωβ έγινε μπλέ, πράσινο και έγινε πράσινο και συνέχισε δημιουργώντας ένα πολύχρωμο κουβάρι που αιωρούταν στον χώρο, στο μέγεθος μίας μπάλας του μπάσκετ. Με μια κοφτή κίνηση του πινέλου της, απέκοψε τον ομφάλιο λώρο του δημιουργήματος από τον δημιουργό και το κουβάρι έπεσε και απλώθηκε στη γη σα να ήταν από κορδέλες και κλωστές!

Μα αυτή την φορά δεν έγινε λιμνούλα από μπογιά ούτε χάθηκε!

Για του λόγου το αληθές άρχισε να τρέμει και να στριφογυρνά αργά στην αρχή κι έπειτα λίγο πιο γρήγορα, μαζεύοντας τις κλωστές στο κέντρο του. Η Λενόρ ξαφνιασμένη του πέταξε την κούπα με το τσάι κι εκείνο, άμορφο ακόμη, σα να ανοίχτηκε για να την υποδεχτεί στην αγκαλιά του. Αγκάλιασε την κούπα και την άφησε στη γη και η Λενόρ, αφήνοντας μια κραυγούλα πήδηξε πίσω από τον καναπέ -με το πινέλο ακόμα στο χέρι της- να το παρατηρεί λες και ήταν ο εχθρός και εκείνη βρισκόταν πίσω από τα χαρακώματα.

Είδε το πολύχρωμο κουβάρι να πλησιάζει διστακτικά την λίμνη από τσάι που είχε απλωθεί στο πάτωμα και να απλώνει την μία άκρη του νήματός του προς το υγρό στοιχείο. Αυτή η τριχούλα, σαν γλώσσα-δάχτυλο-μάτι-ένας-θεός-ξέρει-τι, πήγε να αγγίξει την επιφάνεια του τσαγιού· τραβήχτηκε με φόβο· κι έπειτα με θάρρος ακούμπησε μέσα. Το κουβάρι, σχεδόν με ενθουσιασμό θα έλεγε κανείς, έχοντας πάρει μια γεύση, άρχισε να κυλιέται μέσα στη λιμνούλα και να ρουφά κάθε σταγόνα, καθαρίζοντας το πάτωμα και εξαφανίζοντας το τσάι, αφήνοντας την Λενόρ κυριολεκτικά με το στόμα της να κρέμεται ανοιχτό.

Το είδε να χουζουρεύει με απόλαυση, μωβ και χορτάτο πια, και να σμικρύνεται σε μέγεθος μπάλας του τένις, ακόμα άμορφο και ακόμα ασύλληπτο ως αναφορά την φύση του!

Τι στο… απόρησε και εκείνο τινάχτηκε σα να την είχε ακούσει και άρχισε να την πλησιάζει χοροπηδώντας, ξετυλίγοντας και μαζεύοντας το σώμα του. Η Λενόρ ούρλιαξε και πάλι και άρχισε να περπατά προς τα πίσω στα τυφλά, δίχως να θέλει να το χάσει από το οπτικό της πεδίο. Χτυπώντας στο τοίχο με την πλάτη, άφησε άλλη μια κοφτή κραυγούλα και κρατώντας το πινέλο και με τα δύο της χέρια μπροστά, σημαδεύοντάς το, λες και κρατούσε σπαθί ή περίστροφο, του είπε με φωνή που έτρεμε, προσπαθώντας να ακουστεί γενναία: «Μείνε εκεί που είσαι!»

Εκείνο χοροπήδησε και σταμάτησε.

«Μην πλησιάσεις καθόλου!»

Εκείνο χοροπήδησε επί τόπου και μετά απλώθηκε στη γη σα σκυλί που παίζει το νεκρό ή σαν θλιμμένο καρτούν. Η Λενόρ σκέφτηκε ότι μπορεί αυτό το πράγμα να ήταν καλούλι, μα την φρίκαρε! Με το πινέλο της ζωγράφισε γρήγορα και με σιγουριά ένα γατί, έκοψε τον ‘’ομφάλιο’’ και το είδε να την πλησιάζει γουργουρίζοντας.

«Απλά παίξτε τα δυο σας και αφήστε με ήσυχη!» τους είπε και τα παρατήρησε να παίζουν όλο το υπόλοιπο βράδυ, δίχως να πιστεύει τι συνέβαινε. Στο κέντρο του πρώτου της δημιουργήματος έβαλε κι ένα πρόσωπο, γιατί την τρόμαζε δίχως μάτια και στόμα, κι έπειτα πάλεψε να τα συνηθίσει. Το πρωί είχαν γίνει φίλοι οι τρείς τους.

Όσο παρανοϊκό κι αν ήταν αυτό!

***

«Ωραία λοιπόν!» είπε στο Γατί και στο Κουβάρι που την παρατηρούσαν σαν στρατιώτες ή σα μικρά παιδιά, όλο προσοχή. «Ή τρελάθηκα ή έχω χάρισμα! Το κεφάλι μου έχει γεμίσει ιδέες! Θα πρέπει κάτι να φτιάξω με αυτό το πράγμα που έχω!» Εκείνα σα να συμφώνησαν. Τα κοίταξε καχύποπτα και κουνώντας το κεφάλι της, δίχως να πιστεύει τι ζούσε για άλλη μια φορά, πήγε στο στούντιό της και πήρε έναν λευκό καμβά, τον έβαλε να σταθεί όρθιος και τον κοίταξε σοβαρή.

«Τι θα γίνει αν βάλω και μπογιά και ότι είναι αυτό που έχω τέλος πάντων ήδη μέσα μου!» μονολόγησε και έχοντας αποδεχτεί τόσο απλά το χάρισμά της για να μην τρελαθεί είπε πάλι: «Το σίγουρο είναι ότι θα του βάλω αγάπη!».

Με τέσσερα μέτρα ύψος και τέσσερα μήκος, αποφάσισε ότι το θέμα θα έπρεπε να είναι μεγαλειώδες, μεμιάς αποφάσισε ότι θα θύμιζε Φρίντριχ και η τεχνοτροπία Μπερν Τζόουνς. Οπότε ξεκίνησε από το φόντο πριν μπει στο κυρίως θέμα, που θα το έκανε με το στυλ του Κλιμτ. Τρεις μέρες μετά, με σχεδόν κανένα διάλλειμα και όσο το Γατί (υπό το όνομα Τσίβολ πια) και το Κουβάρι (βαφτισμένο ως Θρέντιμπου) έπαιζαν ή την παρατηρούσαν, κοιτούσαν και οι τρείς τους τον πίνακά της. Το αριστούργημά της, όπως μπορούσε να δηλώσει δίχως να κομπάσει.

Μία γυναικεία πλάτη με ένα χρυσό φόρεμα με τρίγωνα και τετράγωνα σχέδια πάνω του, ένα λιβάδι με εμμονική λεπτομέρεια, στο κέντρο του ένας παραμυθένιος πύργος και στο φόντο ψηλά, χιονοσκέπαστα βουνά. Τα χρώματα ήταν ιριδίζοντα και γυαλιστερά, ενώ θα όφειλαν να έχουν στεγνώσει ώρες τώρα και ήξερε ότι γι αυτό ευθυνόταν το χάρισμά της.

Κούνησε όλο αμφισβήτηση το κεφάλι της, απορώντας για άλλη μια φορά με όλη αυτή την ιστορία και ανασηκώνοντας απλά τους ώμους έκανε ένα βήμα πιο κοντά.

Κοντοστάθηκε.

Η πλάτη του πίνακα είχε ακριβώς το μέγεθός της, οπότε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα πλησίασε και μπήκε μέσα.

Το Τσίβολ κοιτούσε με καρτουνίστικη απορία, με το στόμα του ανοιχτό και το Θρέντιμπου απορούσε κι εκείνο με παρόμοια έκφραση στο σχηματισμένο από κλωστές πρόσωπό του.

Την ακολούθησαν.

Και ο κόσμος έχασε την Λενορ Κορπς!

***

Από εδώ και πέρα τα πράγματα περιπλέκονται σα τα νήματα του Θρέντιμπου αγαπημένε αναγνώστη. Να προσθέσω μία διευκρίνιση για τα ονόματα κιόλας, για να μην χαθούμε εντελώς: επειδή την είχαν τρομάξει με την υλική τους υπόσταση ενώ είχαν προέρθει από το μυαλό της, αποφάσισε να τους δώσει αστεία ονόματα για να καθησυχαστεί από τις φρίκες που ήταν έτοιμες να εξωτερικευτούν ανά πάσα στιγμή εκείνο το βράδυ. Οπότε σε ελεύθερη μετάφραση το Γατί λεγόταν ‘’Το Κάπως Κακούλι’’ ενώ το Κουβάρι ‘’Το Κλωστούλικο Μπου’’. Α ναι, είναι άφυλα και ουδέτερα γιατί στο νου της παραμένουν σχέδια. Αν λύθηκε κι αυτή η απορία, ας συνεχίσω παίρνοντας κι εγώ μια βαθιά ανάσα σα τη Λενόρ μας. Ναι, από εδώ και πέρα όλα γίνονται ευμετάβλητα… Ο χρόνος χάνει την λογική του και αν υπάρχει κάποιος καλύτερος αφηγητής για να πει αυτή την ιστορία, παρακαλώ ας επικοινωνήσει μαζί μου. Εγώ θα βάλω τα δυνατά μου πάντως. Συνεχίζουμε;

***

«Μάου;» ακούστηκε όλο απορία το νιαούρισμα του Τσίβολ και η Λενόρ έχοντας περάσει ένα σκοτεινό υφασμάτινο παραπέτασμα από καμβά, ένιωσε το Θρέντιμπου να τυλίγεται γύρω από τον αστράγαλό της και να τρέμει από φόβο. Ένιωθε λωρίδες καμβά να κρέμονται από το ταβάνι και προχώρησε αργά προς μία κουκίδα φωτός που έβλεπε σε ένα ακαθόριστο βάθος. Άρχισε να τρέχει και σύντομα ένιωσε ένα δυνατό σπρώξιμο αέρα από πίσω της, που της έδωσε ταχύτητα και την ώθησε μπροστά. Το στήθος της το αισθάνθηκε ανάλαφρο και άρχισε να γελάει! Πέρασε μέσα από δύο πυκνές μωβ κουρτίνες, που μαζί με την φόρα της αιωρήθηκαν μπροστά, ανοίγοντάς της δρόμο και βρέθηκε να τρέχει σε έναν αχανή διάδρομο του οποίου το τέλος δεν διαφαινόταν. Ήταν υπέροχος όμως: με πανύψηλα παράθυρα στα πλαινά του και χρυσαφί, μεσημεριάτικο, καλοκαιρινό φως να μπαίνει δυνατό μέσα. Χρυσαφί σα τα μάτια της! Γέλασε και πάλι και δεν ήθελε να σταματήσει να τρέχει! Ένα ακόμη ζευγάρι από μωβ κουρτίνες βρισκόταν τώρα στο τέλος του διαδρόμου και με το Θρέντιμπου γύρω από τον αστράγαλό της και το Τσίβολ κατά πόδας ώθησε τον εαυτό της να καλπάσει προς τα εκεί. Στιγμές μετά βρέθηκε στο λιβάδι του πίνακα!

***

Μέχρι η αγαπημένη μας Λενόρ να διανύσει τον διάδρομο του ασυνειδήτου της και να βγει στο λιβάδι του δημιουργήματός της, ο χρόνος έξω από τον καμβά κύλησε ταχύτατα θα έλεγε κανείς. Οι στιγμές του τρεξίματός της, έξω από τον καμβά ήταν ένα διάστημα έξι μηνών και καθώς εκείνη απλά απολάμβανε την ταχύτητα του κορμιού της, ο κόσμος άρχισε να ανησυχεί.

Η σελίδα της στο διαδίκτυο πολιορκήθηκε από ερωτήσεις: πού είχε χαθεί, γιατί δεν έχει αναρτήσει κάτι καινούριο, μήπως ήταν μία φούσκα το ταλέντο της και στέρεψε η δημιουργικότητά της, μήπως κάτι άσχημο της συνέβη; Στην τελευταία ερώτηση απόρησαν και οι λιγοστοί φίλοι και γνωστοί, όπου με το δίκιο τους συνέδεσαν την εξαφάνισή της με το θάνατο του παππού της. Ίσως είχε απομακρυνθεί από τον κόσμο για να θρηνήσει… Αλλά και πάλι: για μία εικοσάχρονη ένα διάστημα έξι μηνών είναι αιώνες, οι συναισθηματικές της διακυμάνσεις θα έπρεπε να είχαν εξωτερικευτεί με έναν δημιουργικό οργασμό και η σελίδα της θα έπρεπε να έχει συνεχόμενα νέα και εκείνη να είναι πιο παραγωγική από ποτέ.

Το ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο έφτασε τον τετραψήφιο αριθμό μηνυμάτων και συνεχώς αυξανόταν κλιμακωτά, το γραμματοκιβώτιό της είχε γεμίσει και είχε αρχίσει να ξεχειλίζει, ενώ η πόρτα της είχε φρακάρει, τόσο από ανησυχητικά σημειώματα όσο και διαφημιστικά φυλλάδια.

Εδώ εισάγεται ένας καινούριος χαρακτήρας στην ιστορία μας: ο Μπράιαν Μάικελς. Άγγλος γκαλερίστας και συλλέκτης έργων τέχνης, λάτρης της Λενόρ και της δουλειάς της, κοτσονάτος πενηντάρης με τουρλωτή κοιλιά, μονόκλ και λαγόχειλο. Αποφασιστικός και ταχύτατος: τζετ από το Λονδίνο, προσγείωση στην Αθήνα, ταξί ως τα Εξάρχεια και δίχως άδειες ή εντάλματα, διάρρηξη μέρα μεσημέρι. Απλά έσπασε την πόρτα του διαμερίσματος και μπήκε.

Δύο ώρες μετά οι αστυνομικοί τον βρήκαν ακόμη να χαζεύει τον πίνακα μεγέθους τέσσερα επί τέσσερα και να έχει βουρκώσει συγκινημένος από την ομορφιά που γέμιζε τα μάτια του και ξεδιπλωνόταν εμπρός του. Ένιωθε λες και βρισκόταν μέσα, όντας τόσο κοντά στο έργο, με την παράστασή του να τον περιβάλλει.

Οι αστυνομικοί του ζήτησαν εξηγήσεις και ο ίδιος έδειξε ένα πιστοποιητικό συμβολαίου έκθεσης που είχε κανονίσει με την καλλιτέχνη και εφόσον εκείνη τον εξέθεσε με την απουσία της από την έκθεση και την αθέτηση του συμβολαίου, απαίτησε το έργο να έρθει στην κατοχή του. Έστω και προσωρινά. Οι αστυνομικοί λαδώθηκαν, το σπίτι ξανασφραγίστηκε και κανείς δεν έμαθε ποτέ ότι το συμβόλαιο ήταν πλαστό.

Με τον πίνακα στην κατοχή του και ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη, επέστρεψε στα πάτρια εδάφη νικηφόρος. Αποφασιστικός και ταχύτατος…

***

Η Λενόρ κοιτούσε εμβρόντητη το λιβάδι εμπρός της, με το Θρέντιμπου ακόμη τυλιγμένο γύρο από το πόδι της και το Τσίβολ να γουργουρίζει πλάι στο φιλαράκο του όλο χαρά από το θέαμα. Τα άνθη ήταν πιο ζωντανά κι από τα λεπτομερή της σχέδια, το γρασίδι πιο σμαραγδί από την μπογιά που είχε χρησιμοποιήσει και ουρανός πιο γαλάζιος από οποιοδήποτε τόνο του μπλε είχε τολμήσει ποτέ να φανταστεί. Τα βουνά στο βάθος ήταν τόσο επιβλητικά που της έκοβαν την ανάσα και το κάστρο καταμεσής της κοιλάδας ήταν το όνειρο κάθε παιδικής της πριγκίπισσας.

Ξετύλιξε το Θρέντιμπυ από το πόδι της, ευγνωμονώντας την τύχη της που δεν είχε περδικλωθεί εξαιτίας του όσο έτρεχε, και άρχισε να περπατά προς το κάστρο, συνειδητοποιώντας ότι δεν ήταν πια γυμνή αλλά φορούσε ένα σκούρο μωβ φόρεμα και χοντρές μπότες. Μια γοτθική πριγκίπισσα σε καρέ της Ντίσνεϋ…

Χάιδευε τα άνθη που έφταναν ως την μέση της και μύριζε τα αρώματά τους και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι όλο αυτό ήταν αληθινό. Αν ήταν παραίσθηση ή είχε τρελαθεί ας ήταν… αυτό ήταν καλύτερο από την πραγματική ζωή!

Βρέθηκε στην κοίτη ενός διαμαντένιου ποταμού και γονάτισε για να πιει. Μα συνειδητοποίησε ότι ούτε πεινούσε, ούτε διψούσε, ούτε κρύωνε, ούτε ζεσταινόταν. Όλα ήταν παραπάνω από ιδανικά.

Μπορεί τελικά ο παππούς να είχε πεθάνει και να ήταν θρήσκος μια ζωή, αλλά να που η ίδια είχε βρεθεί στον παράδεισο!

***

Όπως φαντάζεστε, μέχρι να φτάσει στην κοίτη η κορασίδα μας, στη γη πέρασε ένας χρόνος και αφού ο Μπράιαν είχε χαρεί τον πίνακά του δίχως σημαντικά περαιτέρω ντράβαλα με το νόμο, αποφάσισε πώς ο πίνακας δεν ήταν μόνο για τα μάτια του ίδιου και των φίλων του· οπότε μαζί με όσα έργα της Λενόρ είχε συλλέξει μέσα στα χρόνια, έκανε μια μεγάλη έκθεση σε μία γκαλερί στο Μπράιτον.

Όλη η ελίτ της σύγχρονης τέχνης και όλοι οι ματσωμένοι γκοθάδες που θαύμαζαν την δουλειά της Λενόρ Κόρπς εμφανίστηκαν στολισμένοι και καλοντυμένοι και σουλάτσαραν στους διαδρόμους της γκαλερί, με κολονάτα ποτήρια γεμάτα ελαφρύ αλκοόλ στα χέρια, φλυαρώντας για το μεγαλείο της αδικοχαμένης δημιουργού.

Όταν έφτασε η ώρα για τα αποκαλυπτήρια του κυρίως εκθέματος της αποψινής βραδιάς όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους. Ο κύριος Μάικελς έκανε έναν βαρετό και μακροσκελέστατο πρόλογο -που πιο πολύ παινούσε την αρχοντιά του παρά την δημιουργό- κι όπως θα έλεγε όποιος τον γνώριζε από παρόμοιες εκδηλώσεις που είχε οργανώσει στο παρελθόν: περίμενε τα πρώτα χασμουρητά για να ανοίξει την μικρή κόκκινη αυλαία. Όταν τα εντόπισε λοιπόν, αποκάλυψε το θέαμα και όλοι έμειναν με ανοιχτό το στόμα -κάποιοι μάλιστα μετά τα χασμουρητά τους δεν τα έκλεισαν καν.

Χειροκροτήματα και επιφωνήματα τον ανάγκασαν να συνεχίσει, σαν τελειωμένο αστέρι του θεάτρου που χαίρεται για τελευταία φορά την δόξα. Εξήγησε ότι το χρυσό κάδρο ήταν δική του παραγγελία από μαόνι και σημείωσε τις εξόφθαλμες αναφορές της καλλιτέχνιδας στους Κλιμτ, Μπερν Τζόουνς και Φρίντριχ. Όταν άρχισε να σχολιάζει την λεπτομέρεια στο κάτω μέρος του πίνακα -δίπλα από το χρυσό φόρεμα της ηρωίδας βρισκόταν ένα Γατί και ένα Κουβάρι, μάλλον υπόπτως γνωστά σε εσάς- όπου ήταν με την κλασική τεχνοτροπία της Λενόρ, ένας άντρας από το κοινό δεν μπόρεσε να κρατηθεί…

«Αυτή η γάτα και αυτή η μουτζούρα είναι αντιπροσωπευτικά του δημιουργικού συνονθυλεύματος που πρεσβεύει η Λενόρ Κόρπς, η αθωότητα ενός εικοσάχρονου κοριτσιού και ο πλεγμένος συναισθηματικός της κόσμος που…»

«Αρκετά!» έκανε εξοργισμένος ο εν λόγω κύριος από το κοινό με τα βλέμματα να στρέφονται πάνω του. Τριανταπεντάρης, καλοσχηματισμένος, με τα μαλλιά του χτενισμένα προς τα πίσω και τον σκελετό τον γυαλιών του μαύρο και λεπτό, κάνοντας το βλέμμα του να φαίνεται ακόμα πιο πύρινο πίσω από τους πεντακάθαρους φακούς του. Επίσης ήταν από τους λίγους που κάπνιζαν, πράγμα απαγορευμένο από τους άγραφους κανόνες της γκαλερί, μα αν κάποιος τον παρατηρούσε από την ώρα που είχε έρθει, κάπνιζε ακατάπαυστα…

«Τι συμβαίνει κύριε…» έκανε με ειρωνικό τόνο ο Μάικελς, απαιτώντας την γνωστοποίηση της ταυτότητας του ανθρωπάριου που τολμούσε να προσβάλλει την αγαθοεργία του -να δείξει δηλαδή στο κόσμο αυτό το αριστούργημα που είχε έρθει με ύπουλους τρόπους στην κατοχή του.

«Ανδρόνικος Δουράντης. Συλλέκτης και μελετητής της δεσποινίδος Κόρπς.» συστήθηκε ο διοπτροφόρος μεσήλικας και πολλοί σχολίασαν ότι τον γνώριζαν για τα δοκίμιά του τον τελευταίο χρόνο. «Τόση ώρα εκθειάζετε την Λενόρ και την υποτιμάτε ταυτόχρονα, τοποθετώντας τον εαυτό σας σε ένα βάθρο που δεν υπάρχει κύριε. Μιλάτε λες και είστε ο ίδιος ο Βαζάρι και κάνετε την Λενόρ να φαίνεται πότε σα τον Μικελάντζελο και πότε σαν ένα κοριτσάκι που απλά παίζει με τα κραγιόνια του στον παιδικό σταθμό. Θα έπρεπε να δείξετε σεβασμό και ταπεινότητα. Δεν κατανοείτε την σημαντικότητα του έργου που έχετε στα χέρια σας μου φαίνεται…»

«Απ ότι βλέπω το κάπνισμα δεν είναι το μόνο ενοχλητικό σας συνήθειο. Αν σας προσβάλλει η παρουσίασή μου μπορείτε να φύγετε κύριε, δεν σας αναγκάζει κανείς να μείνετε…» έκανε με το αιχμηρό λονδρέζικο φλέγμα του και ο Ανδρόνικος απλά κατέβασε ξεροσφύρι το ποτό του και αποφάσισε να βράσει στο ζουμί του, θέλοντας με όλο του το είναι να δει από κοντά τον πίνακα.

Η νύχτα κύλησε ομαλά έπειτα από αυτό.

Εκτός από το γεγονός ίσως ότι την επόμενη ο Μπράιαν Μάικελς βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του…

***

Η Λενόρ είχε διασχίσει την κοιλάδα και περιπλανιόταν στην αυλή του πύργου όταν αποφάσισε ότι θα ήθελε να δει το εσωτερικό. Είχε καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα: το ασυνείδητό της εξωτερίκευε πρώτα το μωβ σα χρώμα και αυτό ήταν περίεργο γιατί το συγκεκριμένο μωβ ήταν το αγαπημένο της χρώμα. Για του λόγου το αληθές, ήταν σίγουρη πως αν το έπαιρνε σε σωληνάριο θα είχε τον κωδικό 556· η ίδια πάντα άλλωστε υπέγραφε τα έργα της ως LC, για να προσθέσει έπειτα από κάτω το 556 ή το DLVI (που ήταν ο ίδιος αριθμός στα λατινικά)! Πέρα από αυτό ένιωθε μία χαρά και μία γαλήνη σαν να ήταν μικρό κορίτσι ή σα να βρισκόταν για πάντα στο πικ του οργασμού της: κεφάλι που βούιζε όποτε χαμογελούσε, ελαφριά ζαλάδα, ανατριχίλες από τα εκάστοτε ερεθίσματα, ξεσπάσματα γέλιου…

Ο θάνατος του παππού ή ο προβληματισμός αν όλα αυτά όντως τα ζούσε είχαν χαθεί. Απλά ένιωθε: αισθανόταν τα πάντα και το μόνο που την ένοιαζε τώρα ήταν ο πύργος. Ποιος ξέρει τι θαύματα θα έβρισκε εκεί! Όταν όμως κίνησε προς την διπλή πανύψηλη πύλη, εκείνη άνοιξε και από το εσωτερικό βγήκε κάποιος. Με τον πιο ασυνήθιστο τρόπο…

Ήταν ένας νεαρός, λίγο μεγαλύτερος από την ίδια σε ηλικία και βρισκόταν καβάλα σε μια μηχανή που λειτουργούσε με γρανάζια και ατμό, ήταν χρυσή και μπρούτζινη με πολύ χοντρές ρόδες, είχε καφέ δερμάτινο κάθισμα και μεγάλες εξατμίσεις που σηκώνονταν σα μπουριά στο πίσω μέρος της. Της χαμογέλασε και σταμάτησε πλάι της. Η ίδια τον περιεργάστηκε: μαυροντυμένος, μελαχρινός, μακρυμάλλης, μυώδης, ολόλευκος, με αρρενωπές γωνίες πρόσωπο και αχ, εκείνα τα μάτια… Γκριζογάλανα τόσο ανοιχτά που θα τα μπέρδευε κανείς για λευκά, μα διόλου τρομαχτικά σε εκείνη, όχι, για την Λενόρ ήταν τόσο γαλήνια σαν ένας ολοκαίνουριος καμβάς! Και κρύβοντας αντίστοιχα τόσες υποσχέσεις όσες μία άδεια επιφάνεια, ο καβαλάρης την κοιτούσε με άμετρη αγάπη, σα να ανυπομονούσε να γεμίσει το κενό μέσα του με το χρώμα από τα συναισθήματα που θα του χάριζε.

Αχ, πραγματικά το αγόρι των ονείρων της!

«Μπορείς να δεις το κάστρο όποτε θες κούκλα, έχουμε μια αιωνιότητα μαζί εδώ. Τι θα έλεγες πρώτα για μία βόλτα;» της έκανε με αξιολάτρευτο θράσος, συνεχίζοντας να χαμογελά γοητευτικά και να την κοιτά ίσια στα μάτια, με μία αγάπη που μόνο ένα ζωντανό δημιούργημα θα μπορούσε να τρέφει για τον δημιουργό του. Ή ένας απόλυτα θρήσκος θνητός ερχόμενος σε επαφή με τον θεό, αν αφαιρούσαμε το δέος και τον φόβο. Ή απλά κάποιος κεραυνοβολημένος από έναν έρωτα με την πρώτη ματιά, για να μην τα περιπλέκουμε περισσότερο τα πράγματα.

«Και τι σου λέει ότι θέλω να πάω μια βόλτα μαζί σου; Πολύ θάρρος δεν έχετε μεσιέ;» του έκανε κοιτώντας τον συνοφρυωμένη και δαγκώνοντας σκανταλιάρικα το κάτω χείλος της. Δεν ένιωθε καθόλου αμηχανία, ούτε την φόβιζε το βλέμμα του, αν και κατανοούσε πώς την έβλεπε. Αυτός εδώ όμως δεν ήταν κάποιος κολλημένος θαυμαστής αλλά κάτι που δεν μπορούσε να περιγράψει με λόγια.

«Ω έλα τώρα, για να είμαι εδώ θα πρέπει να είμαι ο άντρας των ονείρων σου, απλά αποδέξου το και ακολούθα με, δεν θα χάσεις…» αποκρίθηκε με το γνωστό του τόνο και εκείνη απλά ανασήκωσε τους ώμους και κάθισε πίσω του. «Κρατήσου!» της είπε και εκείνη πέρασε τα χέρια της γύρω από την κοιλιά του.

Άρχισε να τρέχει και η Λενόρ είδε ότι οι πλάκες της αυλής του πύργου εξακολουθούσαν να δημιουργούνται κάτω από της ρόδες της μηχανής: χιλιοστά πριν την μπροστινή ρόδα και να χάνονται χιλιοστά μετά την πίσω. Δεν υπήρχαν σκαμπανεβάσματα και ήταν σα να τρέχουν στην καλύτερη ασφαλτοστρωμένη λεωφόρο.

Γέμισε με την ευφορία του τρεξίματος να την κατακλύζει και νιώθοντας απελευθερωμένη και πάλι, έριξε πίσω τα χέρια της και άρχισε να γελά με όλη της την καρδιά, διασκεδάζοντάς το όσο δεν πάει.

Γρήγορα κατάλαβε ότι οδηγούνταν στην κορυφή του κοντινότερου βουνού!

***

Ο Ανδρόνικος Δουράντης ανακρίθηκε ξανά και ξανά, μα φυσικά δεν ήταν ο ένοχος, υπήρχε ατράνταχτο άλλοθι για εκείνο το βράδυ και ένας απλός διαξιφισμός δεν ήταν πειστήριο της ενοχής του ή της αποτρόπαιης πράξης. Ο δράστης βρέθηκε την επόμενη μέρα με ένα περίστροφο στα χέρια του και το κεφάλι του ανοιγμένο όπως και αυτό του θύματός του. Ανθρωποκτονία και αυτοκτονία. Κάποιος Ντόκτορ Καντάβερ, τραγουδιστής μιας γκόθικ μπάντας της κακιάς ώρας, που η Λενόρ τους είχε κάνει το εξώφυλλο και φημολογούταν ότι είχε σχέση μαζί του για δύο μήνες. Οι σφαίρες είχαν χαραγμένα πάνω τους τα γράμματα και τα στοιχεία ‘’I <3 L C’’. Ομορφόπαιδο αν και κοκαλιάρης. Ο Ανδρόνικος αγόρασε τον πίνακα και άρχισε να κινεί τις διαδικασίες για να τοποθετηθεί στην έκθεση του Λούβρου.

***

Σταμάτησαν στην κορυφή του βουνού, με το χιόνι να φτάνει μέχρι το γόνατό τους, μα δεν ένιωθαν την παγωνιά. Έκαναν έρωτα και η Λενόρ δεν ήξερε αν όντως ήταν όλο αυτό αληθινό, αλλά ήταν τόσο έντονο που αν δεν ήταν τότε ήταν σίγουρα η καλύτερη φορά που είχε ικανοποιηθεί μόνη της. Απόλυτα εγκεφαλικά, σκέφτηκε και χαμογέλασε με το αστείο της.

Κάθισαν στην άκρη ενός γκρεμού κοιτώντας τον μαβί νυχτερινό ουρανό και την γυαλιστερή ασημιά σελήνη που ήταν σα φρεσκοκομμένο νόμισμα. Το χιόνι έπεφτε πάνω τους, μα εκείνη ένιωθε απλά δροσιά, κανένα ψύχος. Δεν μπορούσε να σταματήσει να χαμογελά.

«Έχεις όνομα ονειρόπαιδο ή θα πρέπει να σε βαφτίσω κιόλας;» τον ρώτησε παιχνιδιάρικα και εκείνος αφήνοντας για λίγο την θέα για να θαυμάσει την ίδια αποκρίθηκε: «Φυσικά. Ρον.»

«Ρον! Άθλιο…» σχολίασε αυθόρμητα, χωρίς να μπορέσει να συγκρατηθεί και γέλασε δυνατά.

«Τι να κάνω… Είμαι λόρδος όμως.» δικαιολογήθηκε σα να είχε νόημα.

«Ουουου, πολλά περίεργα ονόματα μαζεμένα και σέξι ύφος;» τον ρώτησε πειρακτικά νιώθοντας ότι η ευδιαθεσία της δεν θα τέλειωνε ποτέ.

«Αχά.» κατένευσε εκείνος.

«Ωραία, είμαι έτοιμη. Ξετύλιξε τον σιδηρόδρομο που έχεις για όνομα και μάγεψέ με ονειρόπαιδο.» τον παρότρυνε και τον κοίταξε και αυτή στα μάτια.

«Λόρδος Ρον Ελ Σπροκ, στις διαταγές σας.» της συστήθηκε, σκύβοντας ελαφρά το κεφάλι εν είδει υπόκλισης…

«Σποκ; Μα δεν μου αρέσει το Σταρ Τρεκ…» είπε και τον είδε να την κοιτά δίχως να έχει ιδέα για ποιο πράγμα της μιλούσε. Η ίδια προσπάθησε να επεξεργαστεί γιατί το υποσυνείδητό της να τον βαφτίσει έτσι και τότε, χαμένη στις σκέψεις της, είδε ότι στο κέντρο του γυμνού του στέρνου είχε μία κάθετη ουλή, σχεδόν πανομοιότυπη με αυτή που είχε και η ίδια εκεί, πριν την καλύψει με το τατού.

«Άη στο διάολο!» ξεφώνισε όταν κατάλαβε ότι ο Ρον ήταν ο αντικατοπτρισμός της στο άλλο φύλο και το όνομά του ο αντικατοπτρισμός του δικού της.

Το άλλο της μισό, πλάι της με σάρκα και οστά!

Ή κάτι αντίστοιχο τέλος πάντων, καταλάβατε…

***

Μετά από πέντε χρόνια αιτήσεων και ακροάσεων ο Ανδρόνικος Δουράντης απέτυχε να εισάγει το ‘’Περιπλανώμενη σε Ονειρικό Λιβάδι’’ της Λενόρ Κόρπς στο Λούβρο, μα κατάφερε να το εκθέσει στο Μετροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης όπου και έμεινε για δύο χρόνια. Μέχρι δηλαδή εκείνο το βράδυ που ο Καλ ‘’Σκαλ’’ Λάμλι τρελάθηκε και έβαλε φωτιά στον πίνακα. Ο κιθαρίστας της μπάντας του Ντόκτορ Καντάβερ, βασικός συνθέτης και κολλητός του εκλιπόντος σαλεμένου τραγουδιστή, δίχως να αντέχει την κάτω βόλτα που είχε πάρει η μπάντα με τον ίδιο στα φωνητικά και δίχως να μπορεί να ζήσει έπειτα από την απώλεια του κολλητού του και ενίοτε εραστή του, είχε αποφασίσει να ξεγράψει την σκύλα που του είχε πάρει τα μυαλά από την ιστορία. Θα έσβηνε λοιπόν και την τελευταία της δουλειά της από την ιστορία. Μόλις έμαθε για την έκθεση πήρε το πρώτο αεροπλάνο και άυπνος με τρελαμένο βλέμμα έφτασε στο μουσείο. Θαύμασε τον πίνακα, γεμάτος μίσος μα και δέος, κι όταν σιγουρεύτηκε ότι οι φρουροί του δωματίου της έκθεσης είχαν απομακρυνθεί αρκετά, άδειασε ένα κουτί ζιπέλαιο και πέταξε τον αναμμένο του ζίπο με αργές και μεθοδικές κινήσεις, αδιαφορώντας για τις κάμερες ασφάλειας και το ξύλο που θα έτρωγε. Όταν έφτασαν οι φύλακες η φωτιά είχε ήδη αρχίσει να εξαπλώνεται σε όλη την πτέρυγα.

Κι έπειτα ξέσπασε το απόλυτο χάος!

***

Βρίσκονταν στον πύργο και περιπλανιόνταν στα δωμάτιά του. Το συναίσθημα της απόλυτης χαράς που την είχε πλημμυρίσει ήταν τόσο απόλυτο που κατά περιόδους έπιανε τον εαυτό της να πιέζεται να σκεφτεί τον παππού της, ή το πόσο αστείος ήταν ο τρόπος που μιλούσε με το ονειρόπαιδο, ή το καρτουνίστικο όνομα του συνοδοιπόρου της. Μα σύντομα οι προβληματισμοί χάνονταν με κάθε θαύμα που αντίκριζαν και ούτε ο τρόπος που συζητούσαν και θύμιζε σαχλό ρομάντζο, ούτε ο φόβος μην στραβώσει όλο αυτό την επηρέαζαν. Ήταν στον παράδεισο και το είχε αποδεχτεί.

Κάθε δωμάτιο είχε και άλλα θαύματα.

Στο πρώτο, περνώντας το κατώφλι, βρέθηκαν σε έναν κήπο που χιόνιζε και αφού γδύθηκαν, καβάλησε τον Ρον δίπλα από μία άγρια τριανταφυλλιά, με την μυρωδιά από τα νυχτολούλουδα να τους γεμίζει τα πνευμόνια. Σε ένα άλλο βρέθηκαν στο ξύλινο κατάστρωμα ενός καραβιού που πετούσε· σύντομα συνειδητοποίησαν ότι ήταν πάνω σε ένα στίμ-πανκ αισθητικής ζέπελιν και η κοπέλα ενθουσιασμένη, έπεσε στα τέσσερα κοιτώντας τον ορίζοντα και ο Ρον έπιασε δουλειά πίσω της. Σε ένα τρίτο η είσοδος οδηγούσε σε έναν δρόμο που ξεδιπλωνόταν εμπρός τους, ο ορίζοντας ήταν κάθετος πάνω στον δρόμο, στα αριστερά τους είχαν τον ουρανό και στα δεξιά την γη· προχώρησαν λίγο αλλά δεν έκαναν σεξ γιατί η Λενόρ ζαλιζόταν. Στο τέταρτο που μπήκαν βρέθηκαν καβάλα πάνω σε μία χνουδωτή τεράστια μέλισσα με έντονα χρώματα· εκεί ο Ρον την χάζευε μαγεμένος, καθώς αυτή μασούσε μια τσιχλόφουσκα -που είχε φανταστεί ότι υπήρχε στην τσέπη του- και έσκαγε φούσκες. Στο επόμενο βρέθηκαν σε έναν ναό που στον τρούλο είχε τους ίδιους να φιλιούνται με πάθος, αντί για τον παντοκράτωρ και βρίσκοντάς το σωστό, η Λενόρ του ζήτησε να την πάρει σε στάση ιεραποστολικού. Τέλειωσε στο στόμα της και είχε γεύση φράουλα και κάπου στο βάθος άφηνε μια απειροελάχιστη επίγευση από τέμπερα, αλλά τι να κάνει; Ακόμη κι αυτό της φαινόταν τέλειο που να πάρει!

Ζαλάδα, ηδονή, απόλυτη ευτυχία…

Βρίσκονταν στο έβδομο δωμάτιο και στον έβδομο ουρανό και θα συνέχιζαν για μια ζωή, αλλά η Λενόρ ήθελε απλά να κάνουν έρωτα άλλη μια φορά και μετά να κάτσουν ξαπλωμένοι αγκαλιά. Ο Ρον φυσικά δεν είχε καμία ένσταση σε αυτό το σχέδιο.

Το δωμάτιο που βρίσκονταν ήταν ένας σφαιρικός, γυάλινος χώρος όπου έξω από τα όριά του βρισκόταν μόνο θάλασσα. Η Λενόρ κοίταξε κάτω από το γυάλινο πάτωμα και είδε άμμο και αστερίες και αλλού χαράδρες και αχανή βάθη. Το ταβάνι ήταν ανοιχτό και ζελατινοειδές, έξω από το δωμάτιο κολυμπούσαν ψάρια που δεν είχε δει ποτέ σε σχήμα ή χρώμα, καθώς ένα αγνώστου προελεύσεως φως έκανε τον χώρο να ιριδίζει με ένα χαμηλό γαλάζιο φως. Βρίσκονταν σε μία τεράστια γυάλα στο βάθος κάποιου ωκεανού και το νερό αντί να είναι μέσα ήταν έξω!

«Τι φάση; Είμαστε τα ψάρια;» απόρησε η Λενόρ και άρχισε να γελά πάλι, κοιτώντας στο κέντρο της αίθουσας ένα στρογγυλό κρεβάτι, με ψηλές κολώνες και κουρτίνες κόκκινες όπως τα σκεπάσματα. Τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε εκεί, αδιαφορώντας πια για το δωμάτιο και ξαπλώνοντας, τον οδήγησε μέσα της.

Οι διεισδύσεις ήταν τόσο ζεστές και σκληρές που ένιωθε να την συμπληρώνουν, να της καλύπτουν ένα κενό που ένιωθε μια ζωή… Καθώς η ζεστασιά αυτή απλωνόταν μέσα της και του έγδερνε με τα νύχια της την πλάτη, έτοιμη να ουρλιάξει από την αποκορύφωση ενός ακόμη οργασμού, ένιωσαν το δωμάτιο να τρέμει. Τον είδε να απορεί μα τον παρακάλεσε μέσα στην έκστασή της να μην σταματήσει· να μην σταματήσει ποτέ!

Το τρέμουλο άρχισε να γίνεται πιο δυνατό και αν είχε ανοιχτά τα μάτια της θα έβλεπε όλη την θάλασσα γύρω της να φλέγεται από μία φωτιά που θα έλεγε κανείς ότι ήταν η εξωτερίκευση των όσων ένιωθε στο πολλαπλάσιό τους. Μα όχι, αυτό δεν ήταν όμορφο: οι μπουρμπουλήθρες θα έσκαγαν στην επιφάνεια του ωκεανού –αν υπήρχε επιφάνεια- και τα μαγευτικά ψάρια που πριν κολυμπούσαν αμέριμνα τώρα βυθίζονταν νεκρά στον πυθμένα. Ξαφνικά το κρεβάτι άρπαξε φωτιά με έναν δυνατό θόρυβο απορρόφησης και ανοίγοντας τα μάτια της είδε με φρίκη τον Ρον να συνεχίζει -εφόσον του το είχε ζητήσει εκείνος δεν θα σταματούσε ποτέ- μα με το δέρμα του να λιώνει, τα κενά του μάτια που την κοιτούσαν με λατρεία να σκάνε από την υψηλή θερμοκρασία και τα οστά του κρανίου και του σκελετού, με το που εκτίθονταν γυμνά από το σάρκινο κοστούμι τους, να μαυρίζουν μέσα σε δευτερόλεπτα!

Η Λενόρ ούρλιαξε και αυτό είχε ως αποτέλεσμα μία σειρά ενεργειών που έγιναν με αστραπιαίους ρυθμούς ταυτόχρονα: ο ωκεανός εξατμίστηκε φτάνοντας στο αποκορύφωμα του βρασμού, η γυάλα-δωμάτιο θρυμματίστηκε, ένας πίδακας φωτιάς ξεχύθηκε από το κρεβάτι στον ουρανό εκείνου του άγονου και νεκρού πια κόσμου…

…και η Λενόρ βρέθηκε γυμνή έξω από τον πίνακα!

Τρέμοντας, είδε το δημιούργημά της να γίνεται στάχτες γύρω της σα μαύρο χιόνι, καθώς οι φλόγες την είχαν ακολουθήσει κι εδώ, ολόγυρα σε όλη την πτέρυγα του μουσείου. Ανατριχιάζοντας, έπεσε στα γόνατα και ένιωσε έντονους σπασμούς στο εσωτερικό του αιδοίου της. Ένιωσε κάτι να κυλά προς τα μπούτια της και ενώ η αίσθηση ήταν σαν εμμηνόρροια ανώδυνης περιόδου, η Λενόρ ξέσπασε σε κραυγές με όλο της το είναι καταλαβαίνοντας τι συνέβαινε: έπιασε την υγρή μωβ μπογιά που μύριζε έντονα φράουλα και τέμπερα και την είδε να χάνεται από τα χέρια και από το δέρμα της. Σαν την πρώτη μωβ κορδέλα που είχε δημιουργήσει… Το τελευταίο κομμάτι του Ρον που είχε μείνει μέσα της και είχε ανασυρθεί στην επιφάνεια ήταν πια παρελθόν.

«Όχι..» ψέλλισε και τα χέρια της έπεσαν σα νεκρά στη γη.

Πάγωσε κοιτώντας το κενό δίχως να πιστεύει τι συνέβαινε.

Η απώλεια του Ρον ήταν ισχυρότερη και από αυτή του παππού της.

Η απουσία του πονούσε και τα λογικά της έτρεμαν στο μεταίχμιο για τη τρέλα.

Σήκωσε αργά το κεφάλι της.

Χαμογέλασε και στάθηκε όρθια.

Ας ήταν έτσι λοιπόν.

Αφού της κατέστρεψαν τον Παράδεισο θα έκανε την γη μία Κόλαση.

Με τυφλή οργή προς όλη την ανθρωπότητα, κίνησε προς την έξοδο του μουσείου. Πρώτα θα πέθαινε ο υπεύθυνος της καταστροφής του πίνακα και μετά ΟΛΟΙ τους.

Και στην κορυφή των βουνών από πτώματα θα αυτοκτονούσε για να βρει το ονειρόπαιδό της…

 

 

 

 

 

 

***

Το πρώτο κεφάλαιο, αναρτήθηκε με αυτή την μορφή στις 24/5/2015 και ήταν το έναυσμα ολόκληρου του art project.

Για να παραγγείλετε το βιβλίο, κάντε κλικ εδώ:

By | 2019-06-11T13:18:56+00:00 Ιούνιος 11th, 2019|